ΛΕΞΕΙΣ, ΛΕΞΕΙΣ, ΛΕΞΕΙΣ 26/11-28/11

Ακοσμία, η απρεπής και ανάρμοστη συμπεριφορά (συνώνυμα: απρέπεια, παρεκτροπή, ασχημοσύνη) και άκοσμος, αυτός που δεν έχει κοσμιότητα, είναι απρεπής
Ακραίος / ακραίο, αυτός / αυτό που βρίσκεται στο άκρο, έσχατος / έσχατο
Ακρατής, αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, στις αδυναμίες και τα πάθη του (συνώνυμα: ασυγκράτητος, αχαλίνωτος)
Ακρίβεια, (α) η απόλυτη σαφήνεια και ορθότητα, η απόδοση ή διατύπωση με τρόπο που να μην υπάρχει σφάλμα, έλλειψη, να μην δημιουργείται παρερμηνεία, ασάφεια, εσφαλμένη εντύπωση, (β, για θέματα οικονομίας) το υψηλό κόστος, η εις βάρος των μισθωτών αναντιστοιχία μεταξύ του ύψους των τιμών και του ύψους των εισοδημάτων – βλέπε και ακρίβια
Ακρίβια (ουσιαστικό χωρίς πληθυντικό), (α) η υψηλή τιμή πωλήσεως, (β) η εποχή κατά την οποία κυριαρχεί το υψηλό κόστος ζωής (πχ: «στης ακρίβιας τον καιρό ...)
Ακριβοπληρώνω, (α) πληρώνω σε υψηλή τιμή, (β μεταφορικά) τιμωρούμαι αυστηρά, πληρώνω βαρύ τίμημα
Ακρισία (χωρίς πληθυντικό), η έλλειψη ορθής κρίσης, κριτικής ικανότητας (συνώνυμα: επιπολαιότητα, απερισκεψία)
Ακριτομυθία, (α) η κοινολόγηγη μυστικού εξαιτίας επιπολαιότητας ή ακρισίας, (β) ασυνάρτητη και απερίσκεπτη φλυαρία
Άκριτος, (α)αυτός που δεν έχει κρίση, που δεν μπορεί να κρίνει (συνώνυμα: άφρων, ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, ελαφρόμυαλος, (β για λόγους ή πράξεις) αυτός που ειπώθηκε ή αυτό που έγινε αλόγιστα, απερίσκεπτα, επιπόλαια