ΛΕΞΕΙΣ, ΛΕΞΕΙΣ, ΛΕΞΕΙΣ 16/11-25/11

Αιχμαλωσία, (περνάμε την α και β εξήγηση, επιλέγουμε τη γ) η κατάσταση του υπόδουλου, αυτού που βρίσκεται υπό κατοχή.
Αιωρούμαι (ρήμα αμετάβατο), (α) είμαι σε μετέωρη κατάσταση, ίπταμαι και κινούμαι στον αέρα (και) μεταφορικά (β) αμφιταλαντεύομαι χωρίς να κατασταλάζω σε σαφή θέση, στάση ή άποψη (συνώνυμο: αμφιρρέπω). Μετοχή: αιωρούμενος.
Ακαθόριστος, αυτός που δεν καθορίστηκε ή δεν προσδιορίστηκε επαρκώς (συνώνυμα: αόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, αδιευκρίνιστος).
Ανεπανάληπτος, αυτός / ή αυτό που δεν επιδέχεται επανάληψη, που είναι μοναδικός / μοναδικό και δεν μπορεί να τον / το μιμηθεί ή να τον / το ξεπεράσει κανείς.
Ακανθώδης, αυτός που είναι γεμάτος αγκάθια.
Ακατάλληλος, αυτός που δεν ταιριάζει για μία δουλειά, δεν μπορεί να φέρει σε πέρας κάτι.
Ακαταλόγιστο (το), η έλλειψη ευθύνης για αξιόποινη πράξη, η έλλειψη καταλογισμού.
Ακατανόμαστος, αυτός που δεν μπορείς να κατονομάσεις – που δεν πρέπει, ή που κινδυνεύεις να πάθεις κάτι αν τον κατονομάσεις.
Ακατάρτιστος, αυτός που έχει ελλιπή γνώση ή πλήρη άγνοια του αντικειμένου.
Ακέφαλος, αυτός που δεν έχει κεφάλι, (μεταφορικά) αυτός που δεν έχει κάποιον επικεφαλής, που δεν έχει αρχηγό, που στερείται ικανής ηγεσίας.
Ακλεής, αυτός που δεν έχει δόξα και φήμη.
Άκομψος, (α) αυτός που δεν έχει κομψότητα και χάρη, είναι ακαλαίσθητος (συνώνυμα: άχαρος, άγαρμπος, κακόγουστος, χοντροκομμένος), (β) αγενής, χωρίς λεπτότητα ή διπλωματικότητα.
Ακόρεστος, (α) αυτός που δεν έχει χορτάσει ή δεν μπορεί να χορτάσει (συνώνυμα: αχόρταγος, αδηφάγος), (β) αυτός που δεν ικανοποιείται εύκολα (συνώνυμα: άπληστος, ανικανοποίητος).