«Όντες έγκαν το τρανόν το κωδών’ εμπροστά σην εγκλεσίαν, επήγα εγκαλιάστα ’το, εφίλεσα ’το και έκλαψα. [Όταν έφεραν τη μεγάλη καμπάνα μπροστά στην εκκλησία, πήγα και την αγκάλιασα, τη φίλησα κι έκλαψα.] Ο Βλαδίμηρος Αντωνιάδης διηγείται τη διαδρομή μιας καμπάνας που δεν υπάρχει πια. Την είχε δωρίσει ο τσάρος στην Ορθόδοξη Κοινότητα του ρωσοκρατούμενου Καρς, στα σημερινά σύνορα Τουρκίας-Γεωργίας, όπου ζούσαν πάνω από εβδομήντα χιλιάδες Πόντιοι, πρόσφυγες από τον οθωμανικό Ανατολικό Πόντο. Ύστερα, ακολούθησε κι αυτή τις περιπέτειες της Προσφυγιάς: Καρς - Μπατούμι - Θεσσαλονίκη κι, εντέλει, Κιλκίς (όπου είχαν εγκατασταθεί οι περισσότεροι Καρσλήδες από τα μέρη του Καυκάσου). Αλλά οι περιπέτειες δεν τελείωσαν εκεί –όπως, εξάλλου, και των δικών της ανθρώπων που αναθαρρούσαν ακούγοντας τον ήχο της, καθώς δούλευαν στον κάμπο. Αυτό θα μπορούσε να ήταν, λοιπόν, το ταξιδιωτικό ημερολόγιο μιας προσφυγοπούλας καμπάνας.