Αγαπημένη κυρία Ισηγόνη, αγαπημένη μας κυρία Στάσα,
Φέτος δεν θα ζήσεις ξανά την τραγωδία της γενέτειράς σου της Σμύρνης. Ούτε κι εκείνον τον τρομερό Αύγουστο ήσουν εκεί, αφού βρισκόσουν οικογενειακώς για διακοπές στη Χίο. Γλύτωσες τη φρίκη, αλλά από τα οκτώ σου χρόνια έφερες τη Σμύρνη μέσα σου, μιλούσες πάντα για αυτήν, σε έζωνε από παντού, ζούσε μέσα από τα λόγια σου, σπαρταρούσε στις απολαυστικές σου διηγήσεις, πολλές από τις οποίες ήταν αυτές που άκουγες και ξανάκουγες από τους μεγάλους και τις είχες κάνει πια δικές σου. Για όλους εμάς ήσουν η ίδια η Σμύρνη. Ζωντανή, αεικίνητη, ευγενική, θαρραλέα, πρωτοπόρος, πνευματώδης, βαθειά καλλιεργημένη, κοσμοπολίτισσα και παραδοσιακή.
Μα για εσένα δεν ήταν αρκετές οι εξιστορήσεις, ούτε τα διαβάσματα, οι αναμνήσεις, τα επιστημονικά μελετήματα, οι αρχαιολογικές δημοσιεύσεις, όλα εκείνα που γνώριζες καταλεπτώς. Εσύ ποθούσες την ίδια τη Σμύρνη κι επέστρεψες δεκάδες φορές στη μήτρα. Σαν να μην ήθελες να κοπεί ο ομφάλιος λώρος.
Σε θυμάμαι ένα απόγευμα στα Κάστρα. Απομακρύνθηκες διακριτικά από τους πανοραμικούς φίλους και με τον γιό σου τον Μιχάλη, που είχε έρθει από τον Καναδά για να σε συνοδεύσει στη Σμύρνη, χαθήκατε πίσω από κάτι γύφτικα τσαντίρια. Νομίζω πως ήταν φθινόπωρο του 1991 ή 92. Έκανα μερικά βήματα για να μην σας χάσω από τα μάτια μου. Είχες βγάλει από την τσάντα
μια σακούλα και μάζευες χώμα. Κατάλαβα. Ετοίμαζες ήρεμα το τελευταίο σου ταξίδι, όπως έκαναν οι παλαιοί άνθρωποι, κι ήθελες να κοιμηθείς στην Πατρίδα. Έστω με λίγο χώμα από τη γη της. Πέρασαν τα χρόνια κι οργανώσαμε άλλο ένα ταξίδι. Αυτή τη φορά για να γιορτάσουμε τα γενέθλια σου στη Σμύρνη. Τα προηγούμενα που είχες γιορτάσει εκεί, κοριτσάκι επτά χρονών, ήταν τον Οκτώβριο του 1921. Τώρα ήταν Οκτώβριος του 1997. Έλαμπες. Γελούσες. Έτρεχες πάνω κάτω, όπως έτρεχες τότε, πριν από την Καταστροφή. Βήμα ταχύ σε γνώριμες διαδρομές. Η χαρτογραφημένη στην καρδιά Πατρίδα. Τρέχαμε κι εμείς, μα δεν σε προλαβαίναμε. Δεν ήταν μόνον ο ενθουσιασμός που σου έβαζε φτερά. Υπήρξες στη ζωή σου διαπρεπής ορειβάτης, πρωτοπόρος και σε αυτόν τον τομέα. Φτάναμε ασθμαίνοντας κι άρχιζες: Εδώ η Ευαγγελική, εδώ το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, μόνη μου πηγαινοερχόμουν σπίτι-σχολείο, εδώ ήταν η Μπούρσα, εδώ θα γινόταν το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και δώστου κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινήσει...
Ύστερα, μια μέρα στην Τεργέστη, μου είπες ότι δεν θα ακολουθούσες πια τα πανοραμικά ταξίδια. «Ένοιωσα το βήμα μου πιο αργό και δεν θέλω να καθυστερώ την ομάδα» μου εξομολογήθηκες. Κανένας αντίλογος δεν στάθηκε ικανός να σε μεταπείσει. Ήταν Απρίλιος του 2000. Πόσο συμφιλιωμένος πρέπει να είναι κανείς με τον εαυτό του και με την πραγματικότητα και πόση ευαισθησία να διαθέτει ώστε να ξέρει τα όρια του και να σέβεται το κοινωνικό σύνολο; Μα κάποιος που μαζεύει χώμα από τη γενέθλια γη για το μνήμα του, ανήκει στον κόσμο του απλησίαστου ήθους. Ο χρόνος βάραινε όλους μας, οι δυσκολίες μας βάραιναν ακόμα παραπάνω, αλλά εσύ, για όσο άντεχες ακόμα, ήσουν πάντα κοντά μας.
Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια ώσπου να αποσυρθείς σε έναν οίκο ευγηρίας στα περίχωρα της Αθήνας. «Ξανακάνω με τον νου μου τα ταξίδια μας και περνάει ευχάριστα η ώρα. Ξεδιαλύνω κι ορισμένα θέματα που μου είχαν δημιουργήσει απορίες και δεν προλάβαινα να τα σκεφτώ για να τα λύσω» μου είπες.
Κάποιο πρωινό ήρθαμε με τον Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου να σε επισκεφθούμε. Τον ήξερες από το Πανόραμα τον Αχιλλέα, ρίζα Σμυρνιά κι αυτός, αλλά δεν γνώριζες ότι έχει βάλει σκοπό της ζωής του να μελετήσει την περίφημη Προκυμαία της Σμύρνης. Είχε μια σειρά από ερωτήματα. Ήσουν πανευτυχής. Θυμάμαι τα μάτια σου, το κοριτσίστικο πρόσωπο με τις άπειρες τσαλακωματιές, τις πτυχώσεις πάνω από το ριγέ τουρκουάζ φόρεμα. Θυμάμαι τη λεπτομερέστατη περιγραφή του πατρικού σπιτιού σου, τα χιλιοειπωμένα ανέκδοτα που ήταν σαν να τα έλεγες πρώτη φορά. Ήσουν τόσο όμορφη στα 99 σου! Η αθάνατη Σμύρνη, αυτό σκεφτόμουν. Ο Αχιλλέας κρατούσε σημειώσεις. «Το σπίτι μας ήταν στην οδό Βασιλάκη, ανάμεσα στο Φαρδύ του Αϊ-Δημήτρη και στο Φαρδύ της Αγίας Αικατερίνης. Το είχαν κτίσει Ναξιώτες με πέτρα και ήταν μονοκατοικία. Η εξώπορτα ήταν βαριά ξύλινη και είχε καμάρα… Ο δρόμος κατέληγε στην κλινική ενός Ιταλού που παντρεύτηκε Ελληνίδα από την οικογένεια Σολομωνίδη… Το καλοκαίρι κολυμπούσαμε στα μπάνια του Ντισσού, στην Προκυμαία. Αυτά βρίσκονταν ακριβώς στο ύψος του σπιτιού του Κωνσταντινίδη, πλούσιου Βουρλιώτη σταφιδέμπορα, το οποίο είχε κήπο στο πλάι και σώζεται ακόμη… Καλός φίλος και ξακουστός ορειβάτης ο Κωνσταντινίδης. Ανέβηκε και στον Καύκασο κι έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο…». Την ώρα που σηκωθήκαμε πια να φύγουμε, γιατί είχε περάσει προ πολλού η ώρα του γεύματος, καθώς μας αποχαιρετούσες έβαλες μια φωνή προς τον Αχιλλέα: «Να σημειώσεις, παιδί μου, ότι τα σιδερένια φύλλα των παραθύρων που έβλεπαν στον δρόμο ήταν βαμμένα σε υπέροχο πράσινο χρώμα»! Ναι. Δεν ήθελες να χαθεί τίποτα. Ήσουν ο τελευταίος ζωντανός κρίκος. Είχες ευθύνη να μην ξεχαστούν ούτε τα παντζούρια του καθηγητή και πατέρα σου Ηλία Αλτίνογλου.
Γιορτάσαμε και την εκατονταετία. Ήταν νωρίς ένα φθινοπωρινό απόγευμα, γιατί έπεφτες για ύπνο την ώρα που τρέχουν τα πουλάκια στις φωλιές τους. Η δική σου φωλιά, η Σμύρνη, ήταν στο μυαλό και στην καρδιά σου. Πάντα εκεί ζούσες, πάντα εκεί κοιμόσουν.
Τώρα, κυρία Στάσα, τέλη Οκτωβρίου του 2018, θα κυκλοφορήσει επιτέλους «Η Προκυμαία». Δίτομο έργο, τεκμηριωμένο μέχρι εκεί που δεν παίρνει, με αναλυτικά σχέδια και το ιστορικό του κάθε οικοδομήματος, μια μοναδική έκδοση πού να στα λέω. Όλο το Και αναστημένο, όπως το έζησες. Λυπάμαι που, για λίγους μήνες, δεν πρόλαβες να απολαύσεις αυτή τη μνημειώδη έκδοση. Θα ήθελα να δω τη λαμπερή έκφραση των εκατοντάχρονων ματιών σου. Να σε ξαναδώ κοριτσάκι, όπως γινόσουν κάθε φορά που χαιρόσουν. Να σε δω να μην μπορείς να συγκρατήσεις τον ενθουσιασμό σου, παρά τη διακριτικότητα που σε χαρακτήριζε. Αλλά δεν θα μας λείψεις κυρία Ισηγόνη στην επίσημη παρουσίαση. Θα είσαι εκεί. Όπως πάντα. Η αγαπημένη μας κυρία Στάσα, αθάνατη, όπως η Σμύρνη. Βάτος φλεγομένη και μη κατακαιομένη, για όσους βλέπουν πέρα από τα φριχτά αποκαΐδια.
Μαριάννα Κορομηλά, 27 Αυγούστου 2018 (96 χρόνια μετά την Καταστροφή)
[Για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα για την οικογένεια της κυρίας Στάσας, τη ζωή στη Σμύρνη και τη ζωή στην Προσφυγιά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτης το βιβλίο της κόρης της: Μαργαρίτα Ισηγόνη, «Σμύρνη. Η Σμύρνα στη ζωή ενός δασκάλου από τις αφηγήσεις της Στάσας Ισηγόνη» (πρώτη έκδοση 1998) και από τις εκδόσεις Τροχαλία «Η οικογένεια Μιχαλάκη Ισηγόνη» (πρώτη έκδ. 1995).
Για τη μνημειώδη δίτομη έκδοση «Η Προκυμαία της Σμύρνης. Ανιχνεύοντας ένα σύμβολο προόδου και μεγαλείου» των Γιώργου Πουλημένου και Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου, που ετοιμάζουν εδώ και καιρό οι εκδόσεις Καπόν και θα κυκλοφορήσει τέλη Οκτωβρίου, έχουμε πάρα πολλά να πούμε όσο πλησιάζει ο καιρός της επίσημης παρουσίασης, που μάλλον θα συμπέσει με την ημερομηνία γενεθλίων της αγαπημένης και απούσας πλέον κυρίας Στάσας Ισηγόνη. Αλλά είπαμε ότι θα είναι πάντα εκεί. Ένα κοριτσάκι που έχει το χέρι του μέσα στην παλάμη του καθηγητή Ηλία Αλτίνογλου και περπατάει στητό στο ξακουστό «Και», την πιο πολύβουη, την πιο εμπορική, την πιο αριστοκρατική και κοσμοπολίτικη προκυμαία της Μεσογείου-σύμβολο της ευμάρειας των κατοίκων της από τον Αύγουστο του 1875, όταν ολοκληρώθηκε το παραθαλάσσιο μέτωπο, μέχρι τον Αύγουστο του 1922.]
>>> Στις φωτ από το Αρχείο του Πανοράματος: Η κυρία Ισηγόνη διηγείται, περιγράφει, εξηγεί, και ο Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου κρατάει σημειώσεις (Ιούνιος 2013). Μαζί και η Αλκμήνη Πολυχρονοπούλου. Παρακάτω: Ο Αχιλλέας της δείχνει τα πρώτα σχέδια της «Προκυμαίας». Η ψηφιοποιημένη αποτύπωση έγινε από τον Γιώργο Πουλημένο. Ένα προς ένα τα κτίσματα, επί 3.200 μέτρα: το ξακουστό και πλήρως αποκαταστημένο. Όπως το περπάτησε εκείνη. Κι εκείνη θαυμάζει τώρα κι ελέγχει … «Μα έχετε κάνει καταπληκτική δουλειά». «Είναι τα πρώτα σχέδια, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας» της λέει ο Αχιλλέας. Κι εκείνη, που γνωρίζει από αυτά, δεν ρωτάει πότε θα τελειώσει το βιβλίο. Ούτε αν θα προλάβει να το δει τυπωμένο.
Μετά την πολύωρη συνάντηση, τη συνοδεύουμε μέχρι το δωμάτιό της. Δεν παραπονιέται για τίποτα. Είναι πλήρης, ευτυχής με τα παιδιά και τα εγγόνια της και ζει τα γεράματα με τις μνήμες ενός αιώνα.
Οκτώβριος του 2013: Πάρτι γενεθλίων, απογευματινό. Με σκούρο λουλουδάτο φόρεμα η κυρία Στάσα, που κλείνει σήμερα τα 99, χαιρετάει έναν έναν τους πανοραμικούς φίλους. «Α! Κυρία Καρανίκη! Πόσα πολλά έμαθα από εσάς. Αλλά δεν θα ξεχάσω τα ψάρια που φάγαμε εκείνο το βράδυ στη Σμύρνη. Και τα μύδια στο κουρκούτι. Και τη μουσική. Πόσα τραγούδια είπαμε! Και τα φώτα του Κορδελιού απέναντι…».
Με τον Γιώργο Πουλημένο έχουν πολλά να πουν για την ψηφιακή αποτύπωση της Προκυμαίας.
Και λίγο πριν φύγουμε: «Μα δεν θα ξεχάσω τη σημερινή μέρα, παιδιά». Κι εμείς κυρία Ισηγόνη…
https://www.apan.gr/gr/component/k2/item/1673-96-xronia-meta-tin-katastrofi#sigProIde1fe0dd3f8