Το μεγάλο «γιατί» της βίας
Πέντε ιστορικές μελέτες φωτίζουν όψεις του προσφυγικού ζητήματος
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η Καθημερινή» 21/08/2011, βιβλιοκριτική της Μαρίας Tοπάλη. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε για να συνοδεύσουν το άρθρο είναι από το πολύτιμο Αρχείο του Πανοράματος (Α.ΠΑΝ.).
Το 1922 και οι πρόσφυγες: μια νέα ματιά
Επιμέλεια-εισαγωγή: Αντώνης Λιάκος
Κείμενα: Χ. Εξερτζόγλου, Δ. Σταματόπουλος, A. Ozil, Κ. Κατσάπης, Α. -Μ. Τσέτλακα
Εκδόσεις Νεφέλη
Για πολλούς Έλληνες, η προσφυγιά του «εικοσιδυό» παραμένει εμπειρία οριακή: ανάμεσα στη –μέσω του αγαπημένου άλλου και στο πρόσωπό του– βιωμένη πραγματικότητα και στον μύθο• ανάμεσα στις αφηγήσεις και τις σιωπές των οικείων και στα επιστημονικά κείμενα που ολοένα πολλαπλασιάζονται (μετατρέποντας, όπως παρατηρεί στην εισαγωγή του υπό συζήτηση συλλογικού τόμου ο Α. Λιάκος, «την ανάγκη της αναβίωσης αυτού που χάθηκε από κυριολεκτική σε γνωσιακή»)• ανάμεσα στην άτακτη μνήμη που εμείς, οι σημερινοί, διαθέτουμε, των «δικών μας», που ήρθαν από «εκεί», τόσο διαφορετικών από τους επίσης δικούς μας, τους «εδώ»: της ομιλίας, της ενδυμασίας, της γλώσσας, της μουσικής, της κουζίνας, των νοικοκυριών τους, των σπιτιών, των χωριών, των γειτονιών τους που άλλοτε έμοιαζαν να ριζώνουν και άλλοτε να μετεωρίζονται αενάως ανάμεσα σε ένα «τώρα» κι ένα «άλλοτε» –και στις πολύμορφες τροπές στις οποίες τούτη η μνήμη υπόκειται δημόσια από την ιστορία, την κοινωνία, την πολιτική.
Το υπό συζήτηση έργο δουλεύει διπλά: και θεραπεύει τη νοσταλγία με τη γνώση (ο Λιάκος, άλλωστε, μας καλεί να αντιμετωπίσουμε, ακριβώς, τη νοσταλγία όχι «μόνο» ως «αναπόληση ενός χαμένου κόσμου», αλλά και ως «δίψα να μάθουμε κάθε λεπτομέρεια αυτού του κόσμου» –μιαν «εξάρτηση» που άριστα γνωρίζουν οι νοσταλγοί...) και προτείνει συγκεκριμένη χρήση/προσανατολισμό της γνώσης αυτής στο σήμερα: «μετατρέποντας τη μνήμη-εκδίκηση σε μνήμη-κατανόηση». Για τον μη ειδικό αναγνώστη, ιδίως δε για όσους καταγόμαστε από τους πρόσφυγες του 1922 (και θα πρέπει, βέβαια, εμείς οι Έλληνες και οι Ελληνίδες προσφυγικής καταγωγής να είμαστε πολύ προσεκτικοί απέναντι σε «κληρονομικούς τίτλους» της προσφυγικής ιδιότητας τύπου «τρίτη» ή και «τέταρτη» (!) «γενιά», καθώς επρόκειτο για σκληρότατη καθημερινή συνθήκη επιβίωσης, εξακολουθεί δε να αφορά εκατομμύρια συνανθρώπους μας σε όλο τον πλανήτη που και στη χώρα μας αναγκάζονται να ζητήσουν καταφύγιο...) το βιβλίο αυτό προσφέρει καλές υπηρεσίες.
Οι πέντε συγγραφείς φωτίζουν συνοπτικά όψεις του προσφυγικού ζητήματος. Παραπέμπουν σε πλούσιες βιβλιογραφικές πηγές, που μπορούν ακτινωτά να οδηγήσουν την έρευνα, τη σκέψη και τη συζήτηση στο πριν, στο τώρα, στο μετά της μικρασιατικής καταστροφής συνθέτοντας ένα δύσκολο παζλ που προσφέρεται διαρκώς για παρανοήσεις και στραβοπατήματα. Έχει κανείς την αίσθηση ότι τόσο οι επιστήμονες που συγγράφουν τις επιμέρους μελέτες όσο και ο επιμελητής του τόμου, κινούν διαρκώς τον φακό και τη γραφίδα τους με μεγάλη προσοχή, μετρώντας και ζυγίζοντας κάθε πληροφορία, κάθε λέξη. Σαν να γνωρίζουν –το γνωρίζουν βεβαίως– ότι κινούνται σε ατμόσφαιρα τεταμένη, σε εύθραυστο σκηνικό, σε ένα απίθανο κουίζ τρόμου, αποσιώπησης, παραποίησης. Να φταίει που οι επιζώντες στοιχειώνουν πολύ χειρότερα από τους νεκρούς; Ή μήπως στοιχειώνει το παλιό εκείνο «ψυχολογικό τείχος» που είχε επισημάνει η Ρενέ Χίρσον «πως είχαν ορθώσει εντός τους» οι πρόσφυγες, όπως επισημαίνει ο Κ. Κατσάπης στο τέταρτο κεφάλαιο («Το προσφυγικό ζήτημα»);
Εθνικός μετασχηματισμός
Το βασικό ερώτημα που κινεί τις επιμέρους μελέτες, ξεκινώντας από τη συγκρότηση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Χ. Εξερτζόγλου) και φτάνοντας μέχρι την πραγματικότητα των προσφύγων στην Ελλάδα και την Τουρκία μετά την Καταστροφή (Κ. Κατσάπης, Α. -Μ. Τσέτλακα), έχοντας αντιμετωπίσει κριτικά την τουρκική ιστοριογραφία του κεμαλισμού (Ayse Ozil), διατυπώνεται στην εισαγωγή: «γιατί τόσο βίαια»; Γιατί ο εθνικός μετασχηματισμός, που «αναπόφευκτα» θα λάμβανε χώρα στη νοτιοανατολική όπως και στη δυτική Ευρώπη έπρεπε να γίνει «μέσα από ένα στρόβιλο πολέμων, σφαγών και βίας;» Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το δεύτερο κεφάλαιο, που καταλαμβάνει η εκτενής μελέτη του Δ. Σταματόπουλου με τίτλο «Η Μικρασιατική Εκστρατεία. Η Ανθρωπογεωγραφία της Καταστροφής». Μέσα σε 44 σελίδες ο συγγραφέας αντιμετωπίζει έναν απίθανο όγκο ετερογενών πληροφοριών, δημογραφικών, οικονομικών, πολιτισμικών, στρατιωτικών, γεωγραφικών, τις οποίες επιχειρεί προσεκτικά να συνθέσει ώστε να απαντήσει διαφοροποιημένα στο «γιατί» της Καταστροφής, επιμένοντας, όπως λέει ο ίδιος στα «μακροϊστορικά δεδομένα», και ειδικά στις «δημογραφικές-κοινωνικο-οικονομικές τάσεις στη μακρά διάρκεια». Η «ανθρωπογεωγραφία» των κρίσιμων περιοχών και ειδικά της περιοχής της Σμύρνης την εποχή για την οποία συζητάμε φαίνεται, κατά τον Σταματόπουλο, να κρύβει χρήσιμα κλειδιά για την ανάγνωση μοιραίων στρατηγικών επιλογών που κλήθηκαν άλλοτε να απαντήσουν σε δραματικά επιτόπου διλήμματα.
Γοητευτικό σαν παράρτημα μυθιστορήματος μαγικού ρεαλισμού (που τόσο γόνιμα καρποφορεί σήμερα στο μακεδονικό τοπίο...) είναι η –στηριζόμενη και σε επιτόπια έρευνα– μελέτη της Α. Τσέτλακα για τους μουσουλμάνους πρόσφυγες που προέρχονταν από απομονωμένες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και είχαν ασπαστεί τη διδασκαλία των Μπεκτασήδων σε συνδυασμό με χριστιανικά κατάλοιπα. Η μεταφορά των ανθρώπων αυτών από τη Μακεδονία στην Τουρκία, από τη θρησκεία του τεκέ στη θρησκεία του τζαμιού είναι άλλη μια, απρόσμενη, ψηφίδα του προσφυγικού μωσαϊκού.
Μ.Τ.
ΕΙΚΟΝΕΣ
https://www.apan.gr/gr/component/k2/item/326-mnimi-1922#sigProIde68010263c