Αδίστακτος, αυτός που δεν διστάζει, που δεν έχει δισταγμούς, (ειδικότερα) αυτός που δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς ή φραγμούς.
Αδράνεια, η έλλειψη κινητικότητας, δράσεως ή διάθεση για δράση, απραξία, νωθρότητα (ασυγχώρητη, εγκληματική, πνευματική) (συνώνυμα: αργία, απραξία, ραθυμία, ραστώνη).
Αδυναμία, η έλλειψη δύναμης, σφρίγους (Και) η ανικανότητα, η ανεπάρκεια στην επιτέλεση αυτού που πρέπει να γίνεται, της προορισμένης λειτουργίας.
Αδυσώπητος, αυτός που είναι ιδιαίτερα σκληρός, δεν κάμπτεται, δεν υποχωρεί. Είναι ανελέητος.
Αεί, (α) νυν και αεί = τώρα και πάντοτε, αιώνια, (β) στο νυν και αεί = στο απροχώρητο, σε οριακό σημείο, εκεί που δεν πάει παραπέρα.
Άεργος, αυτός που δεν εργάζεται, είναι ανεπάγγελτος με προσωπική του επιλογή (συνώνυμα: τεμπέλης, φυγόπονος).
Αεριτζής, (α) αυτός που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό κεφάλαιο, με προσυμφωνημένη αμοιβή, «τον αέρα», ή με ποσοστά επί των κερδών (β) ο χαρτοπαίκτης που παίζει εικονικά για λογαριασμό της λέσχης και αμείβεται γι’ αυτό (γ) γενικότερα: αυτός που λέει μεγάλα λόγια, δίνει υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, δεν κάνει καμιά δουλειά σοβαρά και προσπαθεί, εξαπατώντας, να βγάλει κέρδος.
Αεροβάμων, αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας (συνώνυμα: αιθεροβάμων, ονειροπαρμένος).
Αζήτητος, αυτός που δεν ζητείται, που δεν έχει ζήτηση, (μεταφορικά) αυτός που έχει εγκαταλειφθεί. Φράση: αυτός μένει στα αζήτητα, δεν δείχνει κανείς ενδιαφέρον γι’ αυτόν, δεν τον αναζητά κανείς.
Αηδία, (α) το έντονο αίσθημα αποστροφής που προκαλείται από κάτι απεχθές στις αισθήσεις.
Αήθης, αυτός που στερείται ήθους. Άηθες (ουδέτερο).
Αθέμιτος, αυτός που παραβαίνει τους γραπτούς ή άγραφους νόμους (συνώνυμα: άνομος, απαράδεκτος, ανεπίτρεπτος, ανήθικος). Αθέμιτος ανταγωνισμός, ο ανταγωνισμός που διεξάγεται με παράνομα ή ηθικώς μη επιτρεπτά μέσα.
Αθεόφοβος, αυτός που δεν φοβάται τον Θεό ή την θεία δίκη, αυτός που δεν έχει ηθικούς φραγμούς ή αναστολές.
Αθεράπευτος, αυτός που δεν έχει θεραπευτεί, αυτός που δεν έχει ελπίδα θεραπείας, ή προοπτική βελτιώσεως.
Αθερίνα, μικρό θαλάσσιο ψάρι με λεπτό σώμα, που κολυμπάει σε μεγάλα κοπάδια (και) ψιλό μαριδάκι.
Άθλιος, (α) αυτός που βρίσκεται σε εξαιρετικά κακή κατάσταση, που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα πχ λύπη, οίκτο, συμπάθεια, (β) αυτός που ζει σε μεγάλη δυστυχία, (γ) αυτός που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη κακοήθεια, φαυλότητα (συνώνυμα: κακοήθης, τιποτένιος, φαύλος, αχρείος).
Αιδώς (η, χωρίς πληθυντικό) (α) το συναίσθημα και η πράξη του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από συστολή, αυτοέλεγχο και σεβασμό στα κοινωνικώς παραδεδεγμένα και στους άλλους, με τη συναίσθηση ότι οισμένες πράξεις ή παραλείψεις του που μπορεί να τον εκθέσουν κοινωνικά, (β) συναίσθημα ντροπής, φιλοτιμίας ή φόβου. Η γνωστότερη φράση: αιδώς Αργείοι ! (Ιλιάδα Ε 787, Ο 502), ντροπή σας ! Χωρίς αιδώ = χωρίς ντροπή, αποτελεί αποφθεγματική φράση από τα «Τείχη» του Καβάφη, όπου χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μία πράξη που έγινε σε βάρος κάποιου «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα και υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη».
Αιμοβόρος, (α, για ζώα) αυτός που τρέφεται με ωμό κρέας ή σάρκες, (β, μεταφορικά για πρόσωπα) αυτός που κυριαρχείται από βίαια ένστικτα και τάσεις, αυτός που εκδηλώνει απάνθρωπη ή εγκληματική συμπεριφορά (συνώνυμα: αιμοδιψής, κακούργος.
Αινιγματικός, (α) το ασαφές, το ανεξήγητο κλπ, (β) αυτός που χαρακτηρίζεται από τις ιδιότητες του αινίγματος = ασάφεια (συνήθως σκόπιμη), αβεβαιότητα, μυστήριο.
Αίολος, αυτός που στερείται επαρκούς στηρίξεως, που μπορεί εύκολα να ανατραπεί και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος, αυτός που είναι αιωρούμενος, είναι στον αέρα, είναι ευμετάβλητος, ασταθής, αστήρικτος. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν το «αιόλος» με την ίδια περίπου σημασία. Στα νεοελληνικά ανέβηκε ο τόνος στην προπαραλήγουσα, προφανώς, από την επίδραση του ονόματος Αίολος, δηλαδή του θεού των ανέμων, συνδεδεμένου επίσης με το ευμετάβλητο του καιρού. Προσοχή: το έωλος σημαίνει (α) τον χθεσινό, (β) τον ή το μη νωπό, μη φρέσκο, κοντολογίς το μπαγιάτικο.
Αίσχος, οτιδήποτε προκαλεί ντροπή ή αποτροπιασμό, επειδή αντίκειται σε ό,τι θεωρείται σωστό, δίκαιο, ηθικό (συνώνυμα: αχρειότητα, καταισχύνη, ντροπή, όνειδος, εξευτελισμός. Στον πληθυντικό, τα αίσχη, πράξεις που επισύρουν την κοινωνική κατακραυγή, επειδή αντίκεινται στα κοινώς αποδεκτά και επιτρεπτά.
Αισχύνη, το αίσθημα μεγάλης ντροπής που προκαλούν οι αισχρές και αθέμιτες πράξεις (συνώνυμα: ντροπή, όνειδος, αίσχος, αιδώς), (αντίθετα: αναισχυντία, ξεδιαντροπιά, αναίδεια, θράσος, ασυνειδησία, αναισθησία).
Συνοδεύοντας τις επιλεγμένες λέξεις της εβδομάδας 8/11-15/11 (τρεις κάθε ημέρα, με αλφαβητική σειρά), με μία ή περισσότερες εικόνες από την Ιστορία της Τέχνης (και των ιδεολογιών): ψηφιδωτό με θεατρικές μάσκες. Ανακαλύφθηκε το 1824, στους κήπους της Μονής των Ιησουϊτών στον λόφο του Αβεντίνο (Ρώμη) στην τοποθεσία των Θερμών του Δέκιου (249-251). Οι μάσκες ανήκουν σε δύο τύπους της Νέας Κωμωδίας που αναπτύχθηκε στην διάρκεια της Ελληνιστικής εποχής. Χρονολογούνται πιθανώς στην περίοδο του αυτοκράτορα Αδριανού (γύρω στα 120 μ.Χ.).
https://www.apan.gr/gr/component/k2/item/330-lekseis-lekseis-lekseis-9-11-15-11#sigProId35d104c8e0