Στις τελευταίες διαλέξεις, τις αφιερωμένες στους ιππόδρομους της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, αναφερθήκαμε και στο κασίδιον (είδος κράνους που φορούσαν οι αρματηλάτες) απ’ όπου προέρχεται και η γνωστή ρήση «στου κασίδη το κεφάλι …». Μέρες που είναι, είπαμε να δώσουμε περισσότερες εξηγήσεις γύρω από την προέλευση της ρήσης. Τα ετυμολογικά και φιλολογικά που ακολουθούν μας τα έστειλε η Ανδρονίκη Χρυσάφη, η οποία παρακολούθησε την διάλεξη και ενδιαφέρθηκε να βρει περισσότερα γύρω από το «κασίδιον».
Κασίδιον (κασίδι): Υποκοριστικό του «κάσις» από το Λατινικό cassis = περικεφαλαία, κράνος. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η λέξη «καυσία», που αναφερόταν σε ένα πλατύγυρο και ελαφρό σκιάδιο που χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες.
Στο μεσαιωνικό έμμετρο αφηγηματικό έργο «Ιμπέριος και Μαργαρώνα», το οποίο εμφανίζει επιρροές από γαλλικά μυθιστορήματα, αραβικές αφηγήσεις («Χίλιες και μια Νύχτες») αλλά και τη δημώδη βυζαντινή λογοτεχνία («Διγενής Ακρίτας», «Αχιλληίδα») περιγράφεται το κασίδι του Ιμπέριου. Το ποίημα αυτό έχει πολλές παραλλαγές και εκδόσεις, ενώ στη νεότερη Ελλάδα, την εποχή του Όθωνα, υπήρξε ένα από τα πιο δημοφιλή δημοτικά ποιήματα.
Εφόρειεν και ο Ιμπέριος άρματα λαμπρυσμένα,
ευγενικά, τιμητικά, τα πρέπουν σ' ανδρειωμένους
εφόρειεν στο κεφάλιν του κασίδιν ωραιωμένον,
κόρακαν είχεν εγκοφτόν στου κασιδίου την τρούλαν,
και εις του πουλιού την κεφαλήν, στην κορυφήν του απάνω
είχεν πτερόν του παγονιού βαμμένον κιτρινόχρουν.