Μία νέα δίγλωσση έκδοση (το ελληνικό πρωτότυπο και η μετάφρασή του στα τουρκικά) του περίφημου έργου του Ίμβριου ιστορικού Κριτόβουλου, με θέμα την Άλωση της Πόλης και την πρώτη δεκαπενταετία μετά την Άλωση, πρόκειται να παρουσιαστεί σήμερα στο Μουσείο του Πέρα, στην Πόλη, από τις εκδόσεις Heyamola. Τη μετάφραση στα τουρκικά, αυτής της πολύ σημαντικής πηγής για την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης, έκανε ο φιλόλογος Άρης Τσοκώνας. Την έκδοση, η οποία πραγματοποιήθηκε με την χορηγία του Ιδρύματος «Παύλος και Αλεξάνδρα Κανελλοπούλου», θα παρουσιάσουν ο καθηγητής İlbey Ortaylı, πρόεδρος του Μουσείου Τόπκαπι, η βυζαντινολόγος Nerva Necipoğlu, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, και ο μεταφραστής.
Πέρα από την σπουδαιότητα του έργου, αυτό που θεωρώ εξαιρετικά θετικό είναι το ίδιο το γεγονός της μετάφρασής του στην τουρκική γλώσσα. Για την ιστορία σημειώνω ότι είχε μεταφραστεί στα οθωμανικά από τον βουλευτή Σμύρνης Παύλο Καρολίδη, το 1910, κι εκδόθηκε σε ένθετο του περιοδικού Tarih-i Osmani Encümeni, αλλά η χρήση του ήταν εντελώς περιορισμένη εφόσον πολύ σύντομα επιβλήθηκε η αλλαγή της γλώσσας από τον Κεμάλ κι ελάχιστοι είχαν πλέον πρόσβαση στην προηγούμενη βιβλιογραφία. Η νέα έκδοση, πρώτη στην τουρκική γλώσσα, δείχνει το ενδιαφέρον της τουρκικής διανόησης για τις πηγές της οθωμανικής ιστορίας –μίας ιστορίας, μάλιστα, γραμμένης από έναν θαυμαστή του «μέγιστου αυτοκράτορα, τον βασιλέα των βασιλέων, τον νικητή, τον τροπαιοφόρο κλπ, κλπ», όπως αποκαλεί ο Κριτόβουλος τον Μεχμέτ Β΄ τον Πορθητή.
Η έκδοση που θα παρουσιαστεί σήμερα έχει πολλαπλή σημασία. Κι είναι σαφές ότι προάγει όχι μόνον τις σχέσεις της τουρκικής κοινωνίας με το ιστορικό παρελθόν της –τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια της βασιλείας του Πορθητή, που σημαδεύονται από την πολιορκία, την Άλωση και την «επανίδρυση» της Πόλης– αλλά και τις σχέσεις της τόσο με την Ρωμιοσύνη όλων των εποχών όσο και με την ελληνική (ελλαδική) κοινωνία. Ενδεικτική είναι και η ημερομηνία που έχει επιλεγεί για την παρουσίαση: ανήμερα της εορτής του ιδρυτή της Κωνσταντινουπόλεως … Σκέφτομαι ότι η Πόλη συνδέεται πολλαπλώς με τον Μάιο: 11 Μαΐου του 330 τα Εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας, κι έκτοτε οι μεγάλες ετήσιες γιορτές στον Ιππόδρομο έως τον 12ο αιώνα, 22 Μαΐου του 337 ο θάνατος του Μεγάλου Κωνσταντίνου (και η ονομαστική εορτή έντεκα αυτοκρατόρων στις 21 του μήνα), 29 Μαΐου του 1453 η Άλωση.
Με την ευκαιρία, σημειώνω ότι το σπουδαίο έργο του Κριτόβουλου, Ιστορία, έχει κυκλοφορήσει σε δίγλωσση σχολιασμένη έκδοση (πρωτότυπο και μεταγραφή στα νεοελληνικά) από τις Εκδόσεις Κανάκη (Αθήνα 2005) στη σειρά Κείμενα Βυζαντινής Ιστοριογραφίας. Η εισαγωγή, η μετάφραση και τα σχόλια είναι του Diether Roderich Reinsch και της Φωτεινής Κολοβού. Τα σχόλια είναι χρησιμότατα και πολύ βοηθητικά. Και καθώς πλησιάζουμε σε μία ακόμα επέτειο της Άλωσης, προτείνω να αρχίσετε την ανάγνωση.
Αυτό που δεν καταλαβαίνω –για να πω την αλήθεια, δεν θέλω να καταλάβω– είναι η παραπληροφόρηση που διαβάσαμε ακόμα και σε έγκριτες εφημερίδες σχετικά με την τουρκική έκδοση που θα παρουσιαστεί σήμερα. Είπαμε ότι το γεγονός έχει εξαιρετική σπουδαιότητα. Αλλά σε υπέρτιτλο γράφει, για παράδειγμα, Η Καθημερινή: «Στο ‘φως’ ένα χαμένο χειρόγραφο του ιστορικού Κριτόβουλου για το τέλος του Βυζαντίου». Κι από κάτω: « Ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο ‘μιλά’ για τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου. Η ιστορία του Κριτόβουλου στα τουρκικά». Και μέσα στο κείμενο επαναλαμβάνει «Άγνωστες πτυχές των τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και των πρώτων χρόνων μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αποκαλύπτονται σε ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο που ήταν ξεχασμένο στο αρχείο του Παλατιού του Τόπκαπι με τον κωδικό CI3».
Πρώτον το χειρόγραφο δεν ήταν «ξεχασμένο», εφόσον είναι γνωστό ήδη από τον 19ο αιώνα κι έκτοτε έχει εκδοθεί σε πολλές γλώσσες. Άρα δεν «αποκαλύπτονται άγνωστες πτυχές». Το ότι ο κωδικός με τον οποίο έχει καταχωρηθεί στην Βιβλιοθήκη του Τόπκαπι είναι G. İ.3 (κι όχι «CI3») είναι απλώς λεπτομέρεια. Αλλά οι εντελώς λαθεμένες βασικές πληροφορίες στον τίτλο με έκαναν κι εμένα προς στιγμή να ενθουσιαστώ. Μπήκα σε διάφορες ιστοσελίδες και τουλάχιστον στις μισές βρήκα λίγο πολύ τα ίδια. Θα πρέπει δηλαδή να αγοράσουμε την τουρκική έκδοση για να διαβάσουμε Κριτόβουλο, έτσι όπως μας τα λένε. Άσε τις υπεκφυγές και διαστρεβλώσεις, που αντί να αναφέρονται στην σχέση του Κριτόβουλου με τον Πορθητή αντιστρέφουν τα πρόσωπα και γράφουν: «…συνέχισε να καταγράφει και τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τα πρώτα 17 χρόνια μετά την Άλωση, βασιζόμενος σε πληροφορίες που είχε λόγω της προσωπικής του σχέσης τόσο με τον Πατριάρχη Γεννάδιο όσο και με το νεαρό τότε Σουλτάνο Μώαμεθ τον Πορθητή».
Αυτά (κι άλλα πολλά) σχετικά με την δική μας σχέση με την ιστορική πραγματικότητα και τις εθνικές μας εμμονές, τις αγκυλώσεις, τα στερεότυπα, την αμηχανία, αλλά και την ροπή προς την παραπληροφόρηση. Ευτυχώς που οι Εκδόσεις Κανάκη μας χάρισαν τον Κριτόβουλο αυθεντικό κι ωραίο, ένα τραγικό πρόσωπο που έζησε στην εποχή της μετάβασης. Όπως και οι λόγιοι σύντροφοί του, ο Γεώργιος Σχολάριος (μετέπειτα Γεννάδιος Β΄), ο Ιωάννης ο Ευγενικός, ο Γεώργιος Αμοιρούτζης, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός (ο μετέπειτα Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας), αλλά κι ο αρχαιοδίφης Κυριακός από την Αγκώνα που τον είχε επισκεφθεί το 1444 στην Ίμβρο. Όλοι διχασμένοι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Ανάμεσα στο δραματικό τέλος και την βίαιη αρχή. Κι ο Κυριακός ο Αγκωνίτης, που μπαινόβγαινε στο σουλτανικό Σαράι της Αδριανούπολης και συνάμα αναζητούσε ελληνικές αρχαιότητες, σχεδίαζε, κατέγραφε επιγραφές, έβλεπε τον ρου της ιστορίας να εξελίσσεται γύρω του. Όλοι θαύμαζαν κι όλοι φοβόνταν τον αναγεννησιακό Οθωμανό πρίγκιπα, τον πολλά μορφωμένο Μεχμέτ, γιο του σοφού Μουράτ Β΄.
Μία πολύτιμη και μοναδική πηγή είναι η Ιστορία του Κριτόβουλου. Η αφήγηση της πολιορκίας και της Άλωσης υπερτερεί σε παραστατικότητα όλων των άλλων πηγών που διαθέτουμε, ενώ για τα πρώτα χρόνια της Πόλης, που έπρεπε να κατοικηθεί ξανά και να γίνει και πάλι αυτοκρατορική πρωτεύουσα, οι πληροφορίες που καταγράφει συγκροτούν το ψηφιδωτό της αναγεννημένης υπό άλλη εξουσία βασιλεύουσας. Πέρα όμως από την ιστορική σπουδαιότητα, το έργο είναι ταυτόχρονα και το ψυχογράφημα ενός άντρα σε ώριμη ηλικία, πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα πέντε ή πενήντα το 1453, που είδε να χάνονται τα πάντα κι όμως η ζωή να συνεχίζεται.
Μαριάννα Κορομηλά