Στο Βαρδάρι (τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο)

sto vardadiΤίτλος: Στο Βαρδάρι (τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο)
Έτος Έκδοσης: 1985
Περιγραφή: Ανατύπωση μίας σπάνιας συλλεκτικής σειράς επιστολικών δελταρίων (καρτ ποστάλ) από την επίσκεψη των συμμαχικών στρατευμάτων στους οίκους ανοχής της Σαλονίκης στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δείτε το σε μορφή βίντεο.

Στο Βαρδάρι, αγορασμένος έρωτας

Όσο προχωράει ο Πρώτος Πόλεμος ο κλοιός σφίγγει τον βορειοελλαδικό χώρο. Οι Αγγλογάλλοι έχουν τη Λήμνο για βάση των επιχειρήσεων τους στα Δαρδανέλλια. Η Θεσσαλονίκη γίνεται το αναγκαίο λιμάνι ανεφοδιασμού, ο πρώτος σταθμός των μετόπισθεν, κέντρο διαμετακομιστικό τραυματιών, στέκι πρακτόρων, λαθρεμπόρων κι αεριτζήδων.

Το Βαρδάρι, έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης, ανάμεσα στον σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι, παίρνει απάνω του. Εδώ βρίσκονταν ανέκαθεν τα φτηνά πανδοχεία, τα κακόφημα καπηλειά, τα χάνια και τα καραβάν-σαράγια τρίτης κατηγορίας, τα ύποπτα καζίνα, τα μαγαζιά του υποκόσμου.

Στα 1881, μπαίνουν στο λιμάνι 5.633 πλοία. Την ίδια χρονιά, αρχίζει η σιδηροδρομική σύνδεση της Θεσσαλονίκης με τα Σκόπια και λίγο αργότερα γεννιέται «η μυθολογία του Σεμπλόν Οριόν Εξπρές, απαρχή ενός βαλκάνιου ουέστερν», καθώς λέει ο Κωστής Μοσκώφ. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για το Βαρδάρι.

Μετά την απελευθέρωση τα πράγματα άλλαξαν ραγδαία. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1915, μέσα σε τέσσερις μήνες, 150.000-170.000 ξένοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στην πόλη, ενώ η Ελλάδα δεν είχε μπει ακόμα στον πόλεμο…

Η Σαλονίκη, ένα από τα πιο οργανωμένα αστικά κέντρα του ελληνικού κόσμου, γίνεται ξέφραγο αμπέλι και η περίφημη Μπάρα, το παραδοσιακό άβατο της περιοχής του Βαρδάρι, γκέτο του αγορασμένου έρωτα.

Στο σταυροδρόμι των εθνών, Άγγλοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι, Νεοζηλανδοί, Μαροκινοί και Καναδοί χτυπούσαν τις τιμές στην άγρια δημοπρασία του έρωτα. Θα ήταν άραγε Πολωνέζα, Σπανιόλα, Ρουμάνα, Ναπολιτάνα ή Πειραιώτισσα η κοπελιά; Και θα ’ταν άραγε φρέσκια ή καμιά παλιά καραβάνα, χωριάτισσα Μακεδόνα ή Σμυρνιά αεράτη, Ρωσίδα πριγκηπέσσα ή Γυφτοπούλα από τα πέριξ; Ήταν δηλωμένη για να περνάει από το Υγειονομικό ή καμιά σπιτωμένη στη ζούλα, προστατευόμενη κάποιου μαφιόζου αγαπητικού;

Ξεφαντώματα, μεθύσια, ξυλοδαρμοί, ανθρωποκυλήσματα μέρα και νύχτα. Λίγη τρυφερότητα για τον έφηβο που είχε δει τον χάρο με τα μάτια του στα χαρακώματα και τις λασπουριές των βελγικών πεδιάδων – ο εφιάλτης της ξιφολόγχης δεν άφηνε τους στρατιώτες να κοιμηθούνε τη νύχτα.

Ένα χάδι, μια καλή κουβέντα, κάποια ελπίδα για το κορίτσι, το προσφυγόπουλο από την Οδησσό, τη Βάρνα ή το Αργυρόκαστρο που ήταν φυλακισμένο τώρα στο Βαρδάρι, στο έλεος ενός Πάνου Αντύπα, ενός Αλκή Πέτσα, ενός Καφαντάρη – γνωστών παλικαράδων και μπράβων των πολιτικών κομμάτων οι οποίοι έλεγχαν τις λέσχες, τα καφέ σαντάν και τα μπορντέλα στην οδό Αφροδίτης και την Ειρήνης. Αλήθεια, πιο πετυχημένα ονόματα δεν θα μπορούσαν να δοθούν στους δρόμους του έρωτα και του πολέμου εδώ που συνευρίσκονταν θύματα και θύτες των γεγονότων που άλλαξαν την όψη του κόσμου μέσα σε λίγα χρόνια.

Μαριάννα Κορομηλά, Οκτώβριος 1985


Είκοσι επτά χρόνια μετά την έκδοσή τους, παρουσιάζουμε τις 21 κάρτες σε ψηφιακή μορφή προβολής (σαν βίντεο με συνοδεία μουσικής και σύντομων κειμένων) που μπορείτε να δείτε παρακάτω.

Η επεξεργασία έγινε από το Δημιουργικό Τμήμα του Αρχείου του Πανοράματος (ΑΠΑΝ) και το τρίλεπτο προβλήθηκε στην τρίτη διάλεξη του Κώστα Καραμαλή με θέμα «Βαλκάνια – Θεσσαλονίκη, οι δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα» το απόγευμα της Τετάρτης 24/10 και στην πρωινή επανάληψη την Πέμπτη 25/10/2012.

Για τη μουσική επένδυση χρησιμοποιήσαμε τη σύνθεση της Ελένης Καραΐνδρου “Memories” από το έργο “Το λιβάδι που δακρύζει” (2003), μουσική για την ομώνυμη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

Υ.Σ. Αν κάποιος διερωτηθεί σχετικά με την αρχική επιλογή του θέματος, θα πρέπει πρώτα να πω ότι η έκδοση έγινε στο πλαίσιο μιας σειράς εκδηλώσεων που οργάνωσε η Πολιτιστική Εταιρεία Πανόραμα για να εορτάσει τα 2.300 χρόνια της Θεσσαλονίκης (το 1985). Κύκλοι διαλέξεων, παιδικά προγράμματα και μία μεγάλη έκθεση στο νεοσύστατο τότε Πανόραμα της οδού Αλεξάνδρου Σούτσου. Για την έκθεση, μάλιστα, που κάλυπτε όλη την ιστορία της πόλης από τον καιρό του Κάσσανδρου έως τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, είχαμε αλλάξει την όψη του κτιρίου: μπαίνοντας από την εξωτερική είσοδο περνούσες μέσα από τα Τείχη κι ανέβαινες τις μαρμάρινες σκάλες ακολουθώντας την οχύρωση της Πρωτοβυζαντινής εποχής. Η μετάβαση δεν ήταν μόνον πολύ εντυπωσιακή, αλλά προετοίμαζε τον επισκέπτη να εισέλθει στη Θεσσαλονίκη.

Η σπάνια συλλογή των 20+1 επιστολικών δελταρίων (σπάνια γιατί είναι πλήρης) με τα στιγμιότυπα από το Βαρδάρι μας έδωσε τη δυνατότητα να επισημάνουμε μία από τις σπουδαιότερες λειτουργίες μιας μεγαλούπολης: τους οργανωμένους χώρους υποδοχής των ξένων. Κι αυτό που χαρακτηρίζει τη «μεγαλούπολη» και τη διαφοροποιεί από άλλα αστικά κέντρα είναι η ύπαρξη ενδοχώρας σε συνδυασμό με την ύπαρξη μεταφορικών δυνατοτήτων και υποδομών (θάλασσα και λιμενικές εγκαταστάσεις, πλωτός ποταμός και αποβάθρες, ή χερσαίοι δρόμοι). Ε! Η Σαλονίκη διαθέτει και καλό λιμάνι, σε άμεση επαφή με όλη την ενδοχώρα της Βαλκανικής, ενώ ταυτόχρονα είναι κόμβος μεγάλων και μικρότερων οδικών αρτηριών. Αυτά βέβαια αποδίδουν πλήρως όταν εντάσσονται στο ευρύτατο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο κρατών, όπως οι αυτοκρατορίες, όπου τα μακρινά σύνορα δεν εμποδίζουν τη ροή των εμπορευμάτων, των μεταφορικών μέσων και των επικοινωνιών. Αμέτρητοι ξένοι, κάθε λογής, κατακλύζουν τα κοσμοπολίτικα κέντρα σαν τη λιμανούπολη του Θερμαϊκού.

«Το Βαρδάρι» ή «ο Βαρδάρης», κι ευρύτερα η δυτική πλευρά της πόλης, ήταν ο προθάλαμος που υποδεχόταν κάθε ξένο. Είτε τον επαρχιώτη και τον χωρικό, που δεν θα ήξερε πώς να συμπεριφερθεί σε ένα τέτοιο μεγάλο αστικό κέντρο, είτε τον Βαλκάνιο που θα έβλεπε για πρώτη φορά τη θάλασσα, είτε οποιονδήποτε άλλο. Η διαδικασία της γνωριμίας και της προσαρμογής άρχιζε από εκεί. Κι ήταν απαραίτητη, γιατί αλλιώς, αντί να έχεις έναν εκπολιτισμένο ή «εξημερωμένο» ξένο που βλέπει φιλικά την πόλη, θα έχεις έναν εξαγριωμένο άγνωστο. Μα κι ο ναυτικός, που θέλει να απαλλαγεί για λίγο από την άγρια μοναξιά του, θα καταφύγει σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο του οποίου προορισμός είναι οι δοσοληψίες.

Πάντα τα τείχη χώριζαν τον αστικό κόσμο από το έξω «χάος». Ακόμα και τα Δημήτρια, η ετήσια εμποροπανήγυρη, γίνονταν στα δυτικά της πόλης. Μακριά από τις άλλες αστικές λειτουργίες. Όσο αξιοσέβαστοι κι αν ήταν οι πραματευτάδες, οι εμπόροι και οι ιδιοκτήτες καραβανιών, ακόμα κι αυτοί, ήτανε ξένο σώμα για την πόλη. Κι ο ξένος, μπορεί να είναι γοητευτικός, αλλά είναι επικίνδυνος. Κανείς δεν τον ελέγχει στη ξενιτιά. Τα παραστρατήματα γίνονται με περισσή ευκολία. Για αυτό και πρέπει να περιοριστούν στα εξώτερα της πόλεως. Είναι φυσικό να βρίσκονταν εκεί και οι οίκοι ανοχής. Όλα στις παρυφές. Η πόλη, που ήξερε να υποδεχτεί τους άλλους, κρατώντας τους εκτός, μπορούσε να κοιμάται ήσυχη.

Βέβαια, στην εποχή που έγιναν οι καρτ ποστάλ η κατάσταση δεν ήταν η ίδια. Τα πάντα είχαν ανατραπεί και η Σαλονίκη ζούσε την πλήρη τρέλα. Αλλά η οδός Αφροδίτης κι εν γένει «η Μπάρα» παρέμεινε σταθερή στον τόπο της, εκεί όπου βρίσκονταν πάντα οι οίκοι της μεγαλούπολης.

ΜΚ, Οκτώβριος 2012

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Βυζαντινή Θράκη »