Καλοκαίρι του 1985, τρεις φίλοι εξερευνούσαμε την Πίνδο. Φτάσαμε και στο χωριό του Παναγιώτη, που είχε πάει για διακοπές στα πατρογονικά του. Εμείς μέναμε στο απέναντι σπίτι. Μας φιλοξενούσε η κυρά Τρίνα, η μάνα καλών φίλων. Όλοι ξενιτεμένοι. Το βράδυ ήρθε ο Παναγιώτης, μετά συζύγου, μετά υιού και μετά κασετοφώνου. Το κλαρίνο έσκιζε τα ουράνια. Έκλαιγε ο Παναγιώτης. Κλαίγαμε κι εμείς όταν τον είδαμε να χορεύει εκείνο το τσάμικο που δεν θα ξεχάσω στη ζωή μου. Χαιρετούσε με το δεξί τις κορυφογραμμές. «Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο». Στέρεος και ελαφροπάτητος. Ανάσανε καθαρό αέρα. Πειθαρχημένος και ελεύθερος. Λεβέντης. Με περηφάνια και ταπεινοσύνη. Χωρίς τσαλίμια και κόνξες. Ένας άρχοντας των ορέων που προσκυνούσε την Πίνδο. Τον κρατούσε ο γιός του. Κάποια στιγμή, ο Παναγιώτης άφησε μπροστά το καμάρι του και πέρασε δεύτερος. Το καμάρι σπούδαζε Γυμναστική στη Ρουμανία (τα γνωστά εκείνης της εποχής). Η μαγεία διαλύθηκε μεμιάς. Ακροβατικές επιδείξεις και υψηλής απόδοσης κλοτσοπατινάδα. Τι κόλπα, τι πηδήματα, τι στροφές, τι ψαλίδια! Άψογη εκτέλεση ασκήσεων. Η Πίνδος κρύφτηκε. Το κλαρίνο έγινε μουσική για αερόμπικ. Το καμάρι δεν καταλάβαινε τίποτα. Σώμα καλογυμνασμένο αλλά ψόφιο, ψυχή απαίδευτη, κινήσεις άσχετες, όλα άχαρα. Φυσικό περιβάλλον ανύπαρκτο, τόπος ξένος.
Πόση ζημιά έχουν κάνει τα τελευταία σαράντα χρόνια οι κάθε είδους «παραδοσιακοί» σύλλογοι. Και οι γυμναστές-δάσκαλοι με σκηνοθετικές φιλοδοξίες και φαντασιώσεις, μπόλικη άγνοια και το θράσος του ημιμαθούς. Υπάρχουν, βεβαίως, εξαιρέσεις. Λαμπρές, λαμπρότατες. Όμως, πόσο κρίμα είναι αυτή η βιομηχανία της παράδοσης να εκμεταλλεύεται την ανάγκη και τον πόθο πολλών να μην χάσουν τελείως την επαφή με την ιδιαίτερη πατρίδα, τα πατρογονικά, τις παραδόσεις και τις αξίες μιας άλλης εποχής. Και πόσο δύσκολο είναι να ανασυστήσεις τα περασμένα, ή να φτιάξεις μια σχετική ατμόσφαιρα μέσα σε τόσο διαφορετικές συνθήκες, ώστε να υπηρετήσεις μια κληρονομιά που δεν έχεις τρόπο να αγγίξεις. Αλλά πώς να τη φτιάξεις αυτή τη ριμάδα την ατμόσφαιρα σε κλειστούς χώρους, όταν όλοι οι ελληνικοί χοροί χορεύονται αποκλειστικά στο ύπαιθρο; Ο παράγοντας χώρος είναι το ήμισυ του παντός. Το φυσικό περιβάλλον∙ κι ακόμα παραπάνω, το βιωμένο φυσικό περιβάλλον. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι εξίσου καθοριστικοί παράγοντες που είναι σχεδόν αδύνατον να τους ξεπεράσουμε. Την επιδειξιομανία όμως θα μπορούσαμε να την βάλουμε στη μπάντα. Κι όποιος δεν συμμορφωθεί ας πάει σε κοζάκικο συγκρότημα για τουριστικές βραδιές. Και τα ενδυματολογικά: καλύτερα πιο απλά ρούχα παρά ψεύτικα από τις βουλγάρικες αγορές.
Καιρός να ξαναδούμε το ζήτημα «χορευτικά» από την αρχή. Κι όχι στα πεταχτά όπως εδώ. Ναι, είναι πολύ δύσκολο ζήτημα. Αλλά πρέπει να το αντιμετωπίσουμε σε βάθος, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους. Το κυριότερο που χρειάζεται είναι ο σεβασμός. Πάνω από όλα: σεβασμός.
Με την ευκαιρία να πούμε και για αυτή την εξοργιστικά ξενέρωτη φουστανέλα: όταν φοριόταν στην καθημερινή ζωή, ήταν τουλάχιστον 30-40 πόντους πιο μακριά, στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα (πχ Μακεδονία, αλλά και Μοριάς) ήταν αρκετά κάτω από το γόνατο. Αυτά τα λευκά tutus της προεδρικής φρουράς είναι μόνο για επαρχιακά μπαλέτα και ακροβατικά σε τσίρκο. Σκέψου τον Μακρυγιάννη ή τον Κολοκοτρώνη ή τον Παπαφλέσσα με κάτι τέτοιο (Θεέ μου συχώρα με). Τέτοια σκεφτόμουνα χθες βράδυ, ρίχνοντας κάθε τόσο μια απελπισμένη ματιά στο σαββατιάτικο τηλεοπτικό πρόγραμμα του Σπύρου Παπαδόπουλου (στο ΣΚΑΪ). Με σεβασμό στους περισσότερους μουσικούς της ορχήστρας –άνθρωποι αφιερωμένοι στην παραδοσιακή μουσική–, αλλά και μεγάλη θλίψη. Ο λαϊκισμός μάς κατατρόπωσε. Το «φέικ» σε όλες τις εκφάνσεις του βίου μάς δηλητηριάζει. Κάθε μέρα και μια σταγόνα παραπάνω.
Μαριάννα Κορομηλά, Κυριακή 26 Ιαν. 2020