Από το Face Book του πολυγραφότατου συγγραφέα και δημοσιογράφου Χρίστου Ζαφείρη αντιγράφουμε την καταπληκτική διήγηση της γέννησής του στη φάτνη της πατρικής στάνης στις πλαγιές του Κάτω Ολύμπου (περιοχή Ελασσόνας) την Πρωτοχρονιά του 1945. Πέρα από την απόλαυση αυτής της περιγραφής από τον ξεχασμένο βουκολικό κόσμο, ζωντανό ακόμα στα μέσα του 20ού αιώνα, θέλουμε να τονίσουμε για άλλη μια φορά τη σημασία των «Οικογενειακών Ιστοριών», μια εμμονή του Πανοράματος για να μην χαθεί η καθημερινή ζωή, για να καταγραφεί επιτέλους η ιστορία του τόπου μας όπως την έζησαν οι καθημερινοί άνθρωποι.
ΠΡΩΤΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 2022. ΦΤΑΣΑΜΕ ΑΙΣΙΩΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΣΤΗΝ 77η ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ!
Με την ευκαιρία των γενεθλίων μου την 1η Ιανουαρίου μεταφέρω εδώ τις δυο πρώτες παραγράφους από το κεφάλαιο «Γενέθλια πρωτοχρονιά» που δημοσιεύεται στο βιβλίο μου «Ο καιρός του χρόνου» (το οποίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις Επίκεντρο):
«Την Πρωτοχρονιά του 1945, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μ’ έφερε η μάνα μου στον κόσμο. Ήμουν το τέταρτο από τα εφτά παιδιά της, που παρά τις ταλαιπωρίες εκείνων των χρόνων επιβιώσαμε όλα, ως πρόσφατα, οπότε έκοψε τον κρίκο της αλυσίδας η μεγαλύτερη αδερφή μας. Με γέννησε χωρίς μαμή, με τη βοήθεια μόνο της μάνας της, της αγαπημένης μου γιαγιάς Κατίνας, της μάνας της τρανής, όπως τη φωνάζαμε. Ήταν μια φυσιολογική γέννα, όπως αυτή που είχε φέρει στον κόσμο, την ίδια νύχτα, τα νεογέννητα αρνάκια που βέλαζαν δίπλα της στο μαντρί. Όταν την έπιασαν οι πόνοι, ο πατέρας μου πήρε το μουλάρι και πήγε να φέρει την πρακτική μαμή, την Αμπατζού, που έμενε κι αυτή σε στάνη στην άλλη πλευρά του βουνού. Τα πολλά χιόνια όμως, που είχαν κλείσει με ανεμοσούρια το μονοπάτι, τον ανάγκασαν να επιστρέψει άπραγος.
Γενέθλιος τόπος, ένα πετρόχτιστο σπίτι στη στάνη μας στα Καγκέλια, στα δάση και τα βουνά, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, την Κρανιά Ελασσόνας, όπου ξεχειμώνιαζε η οικογένεια με τα γιδοπρόβατα από τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Έξω είχε ως το γόνατο χιόνι, η φλόγα από τα κούτσουρα στο μεγάλο τζάκι ζέσταινε και φώτιζε το μονόχωρο σπίτι, και μαζί με μένα, σε μια περιφραγμένη γωνιά τα τρία αρνάκια, τους πρώτους οικείους συνομηλίκους μου. Από το πρωτόγαλα αυτών των προβατίνων μανάδων, την κουλιάστρα, έπινα και εγώ συμπληρωματικά, γιατί ήμουν φαγανός και δεν χόρταινα με το μητρικό γάλα. Στο χωριό με πήγανε αφού σαράντισε η λεχώνα μάνα μου, γι’ αυτό και στα κοινοτικά κατάστιχα με γράψανε στις 19 Φεβρουαρίου 1945....».
Στη φωτό: Το πέτρινο σπίτι όπου γεννήθηκα (αριστερά), στα βουνά μακριά από το χωριό, όπου ζούσε η οικογένειά μου με τα γιδοπρόβατα (δίπλα φαίνεται τμήμα από το μαντρί) στη δεκαετία του 1940 (γερμανική Κατοχή και Εμφύλιος).