Αβαρής, αυτός που δεν έχει βάρος.
Αβασάνιστος, αυτός που δεν έχει αντιμετωπίσει ταλαιπωρίες και βάσανα.
Αβδηρίτης, αυτός που χαρακτηρίζεται από ματαιοδοξία και ακρισία (βλ. και αβδηριτισμός, αβδηριτίζω).
Αβέβαιος, αυτός που δεν εμπνέει βεβαιότητα, που μεταβάλλεται εύκολα.
Αβελτηρία, η διανοητική νωθρότητα και κατ’ επέκταση η ανοησία, η αμυαλιά.
Αγανάκτηση, η ισχυρή δυσφορία για κάτι που θεωρείται άδικο, προσβλητικό ή ανήθικο.
Αγάνωτος (μεταφορικά), αυτός που στερείται πνευματικής καλλιέργειας ή κοινωνικής αγωγής.
Αγεληδόν (επίρρημα), με τρόπο που θυμίζει ή χαρακτηρίζει αγέλη (συνώνυμα: κοπαδιαστά, ομαδικά, μαζικά).
Αγιογδύτης (μεταφορικά), ο αδίστακτος κερδοσκόπος.
Άγνοια, η έλλειψη γνώσης, η αμάθεια (απόλυτη / ηθελημένη / προσποιητή / πλήρης / δικαιολογημένη / εγκληματική).
Αγύρτης, αυτός που εξαπατά τους άλλους (συνώνυμα: απατεώνας, ψευδολόγος, κατεργάρης, ψεύτης) (βλ. και αγυρτεία).
Αδαής, αυτός που δεν γνωρίζει (κάτι), που έχει άγνοια (ενός θέματος) και γενικότερα: αυτός που δεν έχει πείρα συγκεκριμένου αντικείμενου ή καταστάσεων.
Αδέκαρος, αυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα (συνώνυμα: απένταρος, ταπί, πανί με πανί).
Ad absurdum (λατινικά), εις άτοπον, σε παραλογισμό που προκαλεί γελοιοποίηση (πώς χρησιμοποιείται: «το χχχχχχ οδηγεί ad absurdum») .
Ad calendas graeca (λατινικά), στις ελληνικές καλένδες, δηλαδή ποτέ (ρωμαϊκή παροιμία που έγινε έκφραση και σημαίνει ότι κάτι αναβάλλεται επ’ αόριστον, δεν πρόκειται να γίνει, εφόσον οι Έλληνες [οι αρχαίοι] δεν είχαν καλένδες, με άλλα λόγια δεν έκαναν τις ρωμαϊκές συγκεντρώσεις κάθε πρώτη του μηνός, όπου οι πολίτες συζητούσαν τα σπουδαιότερα θέματα του μήνα).
Αδέξιος, αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη δεξιότητας, από έλλειψη ικανότητας να κάνει κάτι σωστά, προσεκτικά, επιτυχημένα.
Αδιανόητος, αυτός που δεν μπορεί να τον συλλάβει η λογική, με αποτέλεσμα να φαίνεται παράλογος, αυτός που δεν δικαιολογείται, δεν γίνεται αποδεκτός (συνώνυμα: απαράδεκτος, ανήκουστος, εξωφρενικός, ασύλληπτος).
Αδιάντροπος, αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ντροπής και αυθάδεια.
Αδιαφανής (μεταφορικά), αυτός που διεξάγεται δημοσίως, με αποτέλεσμα να δημιουργεί υποψίες.
Αδικαιολόγητος, αυτός για τον οποίο δεν μπορούν να βρεθούν ελαφρυντικά, αυτός που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για κάποια πράξη ή παράλειψή του (και) αυτός που δεν έχει λογικό έρεισμα, δεν στηρίζεται σε επαρκή δικαιολογία.
Αδίκημα, παράνομη ενέργεια που παραβαίνει το δίκαιο, προκαλώντας ηθική ή υλική βλάβη ή ζημία.
Αδικία, η έλλειψη δικαιοσύνης (συνώνυμα: ανομία, παρανομία, άδικο) (και) η πράξη που αντιβαίνει στους νομικούς ή ηθικούς κανόνες περί δικαίου.
Συνοδεύοντας τις επιλεγμένες Λέξεις της εβδομάδας 2/11-8/11 με εικόνες από την Ιστορία της Τέχνης (και των ιδεολογιών): ο θεοποιημένος (εν ζωή) αυτοκράτορας Κόμμοδος απεικονίζεται με τη μορφή του Ηρακλή, 2 ος μ.Χ. αι. Μουσεία του Καπιτολίνου, Ρώμη. Δες φωτ.