Μετά τον «Αρχιτραγουδιστή της Πονηρεμβέργης, από την Τετραλογίαν των Τσιμπολογούνγκεν» και «Τα κανόνια του φουκαρόνε», αφήνουμε τις ελληνογερμανικές σχέσεις και τα δάνεια του 1959 για να επιστρέψουμε ασμένως στην Ανατολή, όπου ο Σάχης ετοιμάζεται να παντρευτεί την Φαράχ. Η επιλογή του θέματος δεν είναι τυχαία: το ΑΠΑΝ έχει αρχίσει την ψηφιοποίηση του υλικού του για το Ιράν, ξεκινώντας από τους βασιλικούς τάφους των Αχαιμενιδών (την θρυλική δυναστεία με την οποία ήθελε ο Σάχης να συσχετίσει με τη δική του άσημη οικογένεια, οργανώνοντας και τις φαντασμαγορικές εορτές στην κοντινή Περσέπολη). Μα και το απόφθεγμα «ΚΑΘΕ ΠΕΡΣΗ ΚΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ», που βρίσκεται στο κάτω μέρος του σκίτσου, μας παρέσυρε προς το Ιράν.
Πειναλέων: Την οπισθίαν μου πλεβράν, φαινομένων των κρατήρων, μπάλωσον μαμα, δια των χρυσοχέρων σου χείρων. Στόλισον μύτερ, τον υιόν σου τον μονογενή, υπανδρέβετε ο Σάχης των Περσών λαβών νέα γυνή. Να παρεβρεθό κι εγώ θέλο με το ορέον μου καπέλο. Επιδιόρθοσέ μου και των σόλων, ποθώ νοσταλγικών φασόλων».
Μαμά Ελλάς, ράβοντας ένα μπάλωμα στο χιλιομπαλωμένο πανταλόνι του: Να προσπαθήσης πεδί μου να πας, θα έχη μεζέδον κε φρόντισε να φας. Καλόπιανε των σερβιτόρων κε των γκαρσόνων δια να σε βάλουν κοντά στον θρόνον. Να μπής υπερηφάνος κι όχι το γόνυ κλείνων, με ακμέον φρόνιμα, ος αρμόζει των Ελλήνων. Μη ξιπαστής από του φαγητού τον όγκον, είσε απόγονος του Λεονίδου και των Ζαλόνγκων, των Καλαβρίτον κε του Διστόμου, ομίλει εφπρεπός άνευ μπουκομένου στόμου. Κι αν δια τους Γερμανούς κανείς σε εροτήση … [λέει διάφορα η μαμά για τον «Παναγιότη», αναφερόμενη στον Κανελλόπουλο, για τον οποίο ο Μποστ σούρει τα εξ αμάξης και στο κείμενο του περιθωρίου]. Αυτά το 1959, είκοσι χρόνια πριν από την Ισλαμική Επανάσταση που άλλαξε άρδην την φυσιογνωμία του Ιράν. Όσο για εμάς: «ΚΑΘΕ ΠΕΡΣΗ ΚΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ».