Νωρίς το πρωί της Παρασκευής 17/2, δυο ένοπλοι αλλά πρωτόβγαλτοι κι ανενημέρωτοι ληστές, γιατί έτσι δείχνουν καταρχήν τα πράγματα, μπήκαν στο αφύλακτο Παλαιό Μουσείο της Ολυμπίας. Χρυσό ποθούσαν. Χαλκό και πηλό βρήκαν. Άρπαξαν ό,τι βρέθηκε μπροστά τους κι ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν στην πλάτη τους. Έφυγαν πεζή. Τους κατάπιε ο Αλφειός.
Η έλλειψη στοιχειώδους πολιτιστικής πολιτικής του κράτους έχει σωρεύσει χιλιάδες προβλήματα τις τελευταίες δεκαετίες στις πλάτες μας. Και δεν είναι μόνον τα δεκάδες σπάνια κορινθιακά αγγεία που εκλάπησαν από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου, η υγρασία που απειλούσε επί χρόνια τις μινωικές τοιχογραφίες στον άνω όροφο του Μουσείου του Ηρακλείου, το γλυπτό που έκανε φτερά από το απομακρυσμένο και μοναχικό Αμφιαράειο, η πρόσφατη κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη ή το πάθημα του κ. Κ. Μητσοτάκη που βρέθηκε προ ετών με επίσημους ξένους καλεσμένους στον κλειστό αρχαιολογικό χώρο της Βραυρώνας, λόγω έλλειψης φυλάκων. Αυτά είναι μερικά δείγματα της τραγικής εξαθλίωσης στην οποία έχει περιπέσει η λεγόμενη «πολιτιστική μας κληρονομιά». Μια κληρονομιά που δεν μας καθιστά απλώς υπερήφανους και «λαό ξεχωριστό, μοναδικό, περιούσιο» έναντι των υπολοίπων αλλά αποτελεί και τη ναυαρχίδα του τουριστικού μας στόλου, δηλαδή αποφέρει ή θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικότατα οικονομικά οφέλη.
Είναι τόσο κοινότοπο (και κενός τόπος) όλο εκείνο το αναμάσημα περί ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, η οποία τάχα στηρίζεται στο δίπτυχο αρχαιότητες - ήλιος και θάλασσα, ώστε είναι περιττό να το επαναλαμβάνει κανείς. Άλλωστε το χαμηλότατο επίπεδο του τουρισμού στην χώρα είναι ανάλογο της χαμηλότατης ποιότητας των τουριστικών παροχών σε όλα τα επίπεδα. Πρωτοστατούντος του πολιτιστικού τομέα. Ανίκανοι να παράγουμε οτιδήποτε, δεν σταθήκαμε ικανοί ούτε την κληρονομιά να προστατεύσουμε ώστε να την εκμεταλλευτούμε (προς όφελος των ευτυχισμένων «απογόνων»).
Τα κροκοδείλια δάκρυα και οι βαρύγδουπες δηλώσεις («είναι θέμα τιμής») για τα κλαπέντα στην Ολυμπία ή οι επικρίσεις των ΜΜΕ όταν απεργούν οι φύλακες ή οι αδιόριστοι αρχαιολόγοι («δεν σέβονται την παγκόσμια κληρονομιά») δεν αρκούν για να καλύψουν την ολύμπια αδιαφορία της ελληνικής κοινωνίας, που αντανακλάται στην ολύμπια απραγία, αβελτηρία κι αταραξία της πολιτείας.
Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις αρχαιότητες, τα μουσεία, τα μνημεία. Η ελλιπής φύλαξη, τα απαρχαιωμένα συστήματα ασφαλείας, η έλλειψη φυλάκων, τα περιορισμένα ωράρια, το κλείσιμο στις αργίες (και στις εκλογές: τις εθνικές, τις ευρωεκλογές, τις δημοτικές και τις επαναληπτικές), οι ανεπαρκείς χώροι υγιεινής (πχ οι τουαλέτες στον Μυστρά, που βρίσκονται στην κάτω είσοδο της βυζαντινής πολιτείας), η απόλυση των εκτάκτων, η απαγόρευση πρόσληψης απαραίτητου προσωπικού, η ανυπαρξία χώρων στάθμευσης τουριστικών λεωφορείων και ιδιωτικών αυτοκινήτων (πχ νεόδμητο Μουσείο Ακροπόλεως), η δραματική μείωση κονδυλίων για αρχαιολογικές ανάγκες (όχι αποκλειστικά ανασκαφικές), η κακή κατάσταση πολλών μουσειακών κτιρίων, αλλά και η ξεπερασμένη μουσειακή αντίληψη που αποτρέπει τους επισκέπτες, η έλλειψη κλιματισμού, η κακή ηχητική, η δραματική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει διάφοροι ανασκαμμένοι χώροι μέσα στον αστικό ιστό των πόλεων (πχ οικόπεδα με σκουπίδια στην Πλάκα) ή στην ύπαιθρο, τα κάθε λογής κτίσματα (ακόμα και τα λατομεία) που παραβιάζουν το όριο γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους, είναι μερικά από τα συσσωρευμένα θέματα που αποκαλύπτουν την διάθεσή μας.
Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Έχει άραγε ασχοληθεί ποτέ το Υπουργείο Παιδείας, αλλά και το Πολιτισμού, με τις «πολιτιστικές» δραστηριότητες των περισσότερων σχολείων; Πώς δεν έχει φτάσει στ’ αυτιά τους το πρόγραμμα των σχολικών εκδρομών και περιπάτων, που εξαντλείται στις ομαδικές επισκέψεις μεγάλων εμπορικών κέντρων (shopping malls) και μεγάλων νυχτερινών κέντρων (μπουζουξίδικων);
Πώς διαπαιδαγωγείται μία ολόκληρη κοινωνία όταν τα σχολειά δεν επισκέπτονται ούτε καν τις αρχαιότητες που βρίσκονται στην περιοχή τους; Όταν δεν αναζητούμε τρόπους για να συνδέσουμε τα παιδιά με το βιωμένο περιβάλλον, να τους προκαλέσουμε το ενδιαφέρον, να τα ξεκολλήσουμε από τα internet cafes και την βαριεστιμάρα της καφετέριας ή τα ονειρικά ταξίδια στα μπαράκια συντροφιά με τα απανωτά σφηνάκια; Πώς διαπλάθονται οι πολίτες –και μάλιστα οι «απόγονοι ενδόξων προγόνων», που τολμούν να πιάνουν στο στόμα τους τον Πλάτωνα όταν θέλουν να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους «βάρβαρους Γότθους» (για να θυμηθούμε και τη μνημειώδη επιστολή Δημαρά);
Η πολιτιστική πολιτική είναι ένα πολυδιάστατο ζήτημα. Από αυτά που δεν μας έχουν απασχολήσει μέχρι σήμερα. Ίσως επειδή θεωρήσαμε ότι το αρχαιολατρικό μας σύνδρομο αποτελεί το τέλειο άλλοθι. Τώρα, ήρθε να προστεθεί και το οικονομικό μας χάλι. Έτσι, διασταυρώνεται και το άλλοθι της εθνικής καταγωγής μας. Ρητορική αρχαιολαγνεία και καταραμένη φτώχεια. Ναι. Φταίνε τα οικονομικά προβλήματα που όλως αιφνιδίως δεν καταφέραμε να φυλάξουμε τα μουσεία. Φταίνε ακόμα και «τα μέτρα που μας επιβάλλει η Μέρκελ» για την ένοπλη ληστεία στην Ολυμπία, «ενώ τόσοι και τόσοι Γερμανοί αρχαιολόγοι έχουν αποκομίσει κέρδη ανασκάπτοντας την Ολυμπία» (όπως δηλώνει το Σωματείο Αρχαιοφυλάκων για το περιστατικό).
Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Ας μην ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα αν συλληφθούν οι χθεσινοί φτωχοδιάβολοι. Κι ας μην αρκεστούμε στην δικαιολογία ότι έχουν γίνει αντίστοιχες κλοπές σε ξένα μουσεία.
Κάποτε πρέπει να εγκαταλείψουμε την ολύμπια αταραξία μας. Και να ασχοληθούμε σοβαρά με τον πολιτισμό. Δηλαδή με την ηθική υπόσταση της κοινωνίας. Μόνον έτσι θα κατορθώσουμε να ξεπεράσουμε την κρίση. Γιατί η κρίση είναι πρωτίστως κρίση αξιών.
Για τους αρχαίους Έλληνες η ιερή Άλτις της Ολυμπίας ήταν «ο κάλλιστος της Ελλάδος τόπος». Για εμάς τι είναι, αλήθεια, η Ολυμπία; Και ποιος είναι «ο κάλλιστος τόπος» της δικής μας Ελλάδας;