Αντί άλλου αποχαιρετισμού αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα Η Καθημερινή τον σύντομο, αλλά περιεκτικό, χαιρετισμό του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ευχαριστώντας κι εμείς αυτή τη μεγάλη κρητική και κριτική φυσιογνωμία για την ανυπολόγιστη κληρονομιά που μας άφησε. Ανάμεσα στα τόσα άλλα, εμείς που είχαμε την τύχη να βρεθούμε στην Άνω Μεσοποταμία, στις ανατολικές εσχατιές του Βυζαντίου, εκεί όπου διαδραματίζεται το Ακριτικό Έπος, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Βασίλειο Διγενή (με τα εκπληκτικά σχόλια του Αλεξίου) που μας συνόδευσε σε εκείνο το ταξίδι και μέχρι την ρωμαϊκή γέφυρα, όπου έφτιαξε ο Ακρίτης το σπιτικό του.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ (1921-2013)
Του Σταύρου Ζουμπουλάκη
Ο Στυλιανός Αλεξίου πέθανε στις 12 Νοεμβρίου του περασμένου χρόνου, σε βαθιά γεράματα, υγιής, διαυγής και δημιουργικός μέχρι τέλους. Δεν είναι να θρηνείς αλλά να μακαρίζεις. Και να τιμάς το έργο που μας παρέδωσε, έργο μεγάλο σε εύρος (βλ. «Σχεδίασμα εργογραφίας και βιβλιογραφίας Στυλιανού Αλεξίου και Μάρθας Αποσκίτη», του φιλολόγου και ποιητή Λάμπη Καψετάκη, περιοδικό «Παλίμψηστον», τχ. 20-21, 2006-2007) και ακόμη μεγαλύτερο σε βάθος. Τα κύρια πεδία του ερευνητικού ενδιαφέροντος του Αλεξίου ήταν η μινωική αρχαιολογία, η μεσαιωνική δημώδης γραμματεία, η κρητική λογοτεχνία και ο Σολωμός.
Σε τούτες τις λιγοστές γραμμές που σύρω εδώ εις μνημόσυνον θα περιοριστώ στο φιλολογικό έργο του. Η κύρια δουλειά του φιλολόγου είναι η κριτική των κειμένων και η έκδοσή τους. Υπενθυμίζω τα κείμενα που εξέδωσε κριτικά ο Στ. Αλεξίου: «Η Βοσκοπούλα» (1963), «Απόκοπος» (1964), «Ερωτόκριτος» (1980), «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης» (1985), «Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και πεζά» (1994). Και από κοινού με την ομόζυγό του Μάρθα Αποσκίτη: «Ερωφίλη» (1988), «Ζήνων» (1991), «Η ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Τα Ιντερμέδια της Ερωφίλης)» (1992), «Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669)» (1995). Ο Αλεξίου δεν θεώρησε καμία από τις εκδόσεις αυτές οριστική, αλλά σε κάθε επανέκδοση έκανε διορθώσεις και προσθήκες. Ειδικά μάλιστα η νέα, επαυξημένη έκδοση του Σολωμού (2007) είναι ουσιωδώς διαφορετική και βελτιωμένη σε σχέση με την πρώτη. Πολύ θα ήθελα πράγματι να βρισκόταν ένας παλαβός που να καθόταν να μετρήσει τους στίχους που διόρθωσε ο Αλεξίου, και να μαθαίναμε έτσι πόσες χιλιάδες είναι αυτοί που τους διαβάζουμε σήμερα σωστά, χάρις στη δική του δουλειά.
Ο Στυλιανός Αλεξίου ήταν φιλόλογος που αισθανόταν πνευματικά ευτυχής με αυτό που ήταν και γι’ αυτό δεν είχε κανένα λόγο να παραγεμίζει τα γραπτά του με θολές θεωρίες λογοτεχνίας ή πολιτισμικών σπουδών –τι όρος κι αυτός!–, όπως κάνουν, φευ, πολλοί νεότεροι ομότεχνοί του. Ένα έργο σαν και αυτό που μας παρέδωσε χρειάζεται για να γίνει μεγάλη και στέρεη παιδεία, υψηλού επιπέδου τεχνική φιλολογική σκευή, έκτακτα διανοητικά προσόντα και χαρακτήρα (εδώ θα συγκατέλεγα και την ακλόνητη προσήλωση).
Το μεγαλύτερο διανοητικό χάρισμα του Αλεξίου ήταν, θεωρώ, μια μοναδική αίσθηση του ουσιώδους που διέθετε. Πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος που μελετούσε, δεν βραδυπορούσε σε δευτερεύοντα σημεία, δεν χανόταν σε ασήμαντες λεπτομέρειες, δεν άνοιγε παρενθέσεις επί παρενθέσεων. Η οξύνοιά του τον οδηγούσε άσφαλτα στο καίριο, μακριά από κάθε είδους φιλολογική, ιδίως ad hominem, μικρολογία. Αυτή η αίσθηση του ουσιώδους τον καθοδηγούσε σε όλες τις εργασίες του, είτε έγραφε για μείζονα ζητήματα ποιητικής είτε για την ετυμολογία μιας λέξης. Ό,τι ο νους είχε πρώτα με δύναμη συλλάβει, κατά τη σολωμική οδηγία προς φιλολόγους και κριτικούς (όπως την ερμηνεύει ο ίδιος σε μελέτημά του για την ποιητική του Σολωμού, δημοσιευμένο στη «Νέα Εστία», τχ. 1796, Ιανουάριος 2007, και θησαυρισμένο σήμερα στα «Ποικίλα Ελληνικά», σ. 142), διατυπωνόταν έπειτα με απλότητα, σαφήνεια και ακρίβεια, μακριά από τα θολά ελληνικά που γράφουν όσοι δεν έχουν τίποτε να πουν και θολώνουν τα νερά για να τα κάνουν να φαίνονται βαθύτερα.
Το υψηλό ακαδημαϊκό ήθος, η πνευματική αρχοντιά και η ευγένειά του αποτυπώνονται σε κάθε γραπτό του. Ανέφερε πάντοτε και το παραμικρό που όφειλε σε άλλους, ακόμη και αν του το είχαν πει σε προφορική συζήτηση, και αναγνώριζε ό,τι σωστό, κατά την κρίση του, είχαν κομίσει άλλοι μελετητές, ακόμη και αν επρόκειτο για φιλολογικούς αντιπάλους του, ενίοτε μάλιστα φραστικά απρεπείς απέναντί του. Από την άλλη, δεν δίστασε ποτέ να ελέγξει, απαθώς και χωρίς πολεμική διάθεση, εσφαλμένες κρίσεις, ακόμη και όταν αυτές είχαν διατυπωθεί από ιερά ονόματα της επιστήμης ή της τέχνης και αγαπητά του πρόσωπα.
Ο Στ. Αλεξίου έλαβε την ικανοποίηση να δει το έργο του να αναγνωρίζεται όσο ζούσε. Δεν εννοώ εδώ τιμές και διακρίσεις, αλλά τη χαρά να βλέπει πως όσα βλάσταιναν –και που δεν είναι λίγα– στα χωράφια τα οποία γεώργησε εκείνος στηρίζονταν, σε μεγάλο βαθμό, και στον δικό του κόπο. Ο Αλεξίου, σε όσα ερεύνησε, καθόρισε ή μάλλον προσανατόλισε σωστά κάθε περαιτέρω έρευνα. Το έργο του είναι απροσπέραστο. Για του λόγου το ασφαλές, βλέπε, μεταξύ άλλων, τον τόμο «Ζητήματα ποιητικής στον “Ερωτόκριτο”», επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006, όπου δεν υπάρχει μελέτη η οποία να μην παραπέμπει στον Αλεξίου και να μην τον προϋποθέτει.
Η σημερινή Ελλάδα ευτύχησε να βρει στο πρόσωπο του Στυλιανού Αλεξίου έναν φιλόλογο μεγάλης κλάσεως, έναν λόγιο διεθνούς διαμετρήματος. Ας μην απελπιζόμαστε εντελώς.
Σ. Ζ.
(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4 -5 Ιανουαρίου 2014, ΤΕΧΝΕΣ & ΓΡΑΜΜΑΤΑ σελ. 6)
Και με την ευκαιρία, καθώς είναι και γιορτή σήμερα, αντί για ευχές: στο Συνημμένο Αρχείο θα διαβάσετε τους πρώτους 390 (από τους 10.012) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους του Ερωτόκριτου, αυτή την έμμετρη μυθιστορία του Βιτσέντζου Κορνάρου, ο οποίος γεννήθηκε στη Σητεία πριν από περίπου τετρακόσια χρόνια κι έμεινε αθάνατος στο στόμα όλης της Κρήτης.
Από τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου