Μα πώς «πέρασαν» σαράντα ένα χρόνια; Οι μηχανισμοί της λήθης είναι για όλους εμάς τους Ελλαδίτες («Καλαμαράδες» μας λένε) πολύ ισχυροί και πάρα πολύ βολικοί. Καθησυχαστικοί. Ένα κράτος που δεν άνοιξε ποτέ τον Φάκελο της Κύπρου. Και μια κοινωνία που δεν θέλει ούτε να θυμάται, ούτε να γνωρίζει.
Όμως για εκείνους; Όσο κι αν η λήθη (ή ο χρόνος) επουλώνει τις πληγές, η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή του ενός τρίτου του νησιού είναι πληγή που αιμορραγεί συνέχεια. Ο πόνος επιστρέφει. Πιο μαλακός, πιο οξύς, αβάσταχτος. Γιατί οι δυνάμεις κατοχής είναι πάντα εκεί. Και οι έποικοι έκαναν παιδιά κι εγγόνια σε κατακτημένα σπίτια. Και οι «ΟΗΕδες», όπως τους λέει ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης, έσπασαν τις γλάστρες με το βασιλικό και το γιασεμί. Θέλουνε, λέει, να διαχειριστούνε τον πόνο μας. Με αισθήματα ανθρωπισμού. Ανθρωπισμός είναι έννοια ασύμβατη στη διχοτομημένη Κύπρο. Πώς να ξεστομίσεις κάτι τέτοιο σε αυτούς που αναζητούν ακόμα τους αγνοούμενους;
Μα και πέρα από αυτή τη φρικιαστική πτυχή του κυπριακού δράματος. Τα χαμένα καθημερινά και ταπεινά πονάνε. Το γιασεμί στην πόρτα σου, γιαβρί μου. Τα ζωντανά που άφησες να αλυχτάνε αλαφιασμένα, καθώς εσύ έτρεχες για να σωθείς. Ο σκύλος που έμεινε για πάντα πίσω και τον βλέπεις κάθε τόσο, ξαφνικά, να σε κοιτάει κατάματα. Οι πορτοκαλιές που ευωδίαζαν στη Μόρφου, εκείνες τις ερωτικές ανοιξιάτικες βραδιές, τις λιποθυμισμένες.