Ένα από τα ωραιότερα ζωγραφικά σύνολα στον κόσμο αναπαυόταν, μαζί με τον νεκρό, σε τάφο του 1350 π.Χ. Ώσπου …
Ο Νεμπαμούν ήταν ένας αρκετά πλούσιος Αιγύπτιος αξιωματούχος του 14ου π.Χ. αιώνα. Ένα μεσαίο στέλεχος της κρατικής μηχανής, που εργαζόταν για το Ιερό του θεού Άμμωνος στο Καρνάκ στην Άνω Αίγυπτο και διατηρούσε γραφείο με πολλούς υπαλλήλους για την απογραφή της σοδειάς. Στην ευτυχισμένη χώρα του Νείλου καρποφορούσαν δύο ή και τρεις φορές τον χρόνο τα στάρια και υπήρχε ένα άρτια οργανωμένο σύστημα για την εκμετάλλευση αυτής της ποτάμιας ευλογίας. Ο Νεμαμπούν, «πιστός δούλος του θεού Άμμωνος», είχε μεγάλα κτήματα και μια όμορφη σύζυγο, που την έλεγαν Χαζεψούτ (όνομα από τα πιο συνηθισμένα εκείνον τον καιρό), μια μικρή κόρη και πολυάνθρωπο προσωπικό στη δούλεψή του, άντρες, γυναίκες και πολύ νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Του άρεσε να πηγαίνει κυνήγι συντροφιά με αγριόγατους, αντί για κυνηγόσκυλα (όπως το συνήθιζαν στη φαραωνική Αίγυπτο). Αγαπούσε τα πλούσια γεύματα μετά μουσικής και χορού και καλούσε συχνά ανθρώπους από τον κύκλο του για να τα απολαύσει μαζί τους και να χαρούν όλοι τις νεαρές κοπέλες, που σερβίριζαν γυμνές τους συνδαιτυμόνες. Όμως οι θεοί –-ή ίσως οι άνθρωποι της νέας πολιτικής εξουσίας, που επέβαλαν τους δικούς τους θεούς-- φάνηκαν σκληροί μαζί του· πέθανε νέος γύρω στα 1350, μόλις κατέλαβε τον θρόνο ο Ακενατόν.
Να είχε άραγε φροντίσει από καιρό ο ίδιος για το ταφικό του μνημείο στις Θήβες / Λούξορ ή να άφησε τη φροντίδα στους δικούς του; Όπως και να έγινε, κατασκευάστηκε ένας παραδεισένιος χώρος για να μην του λείπει τίποτα στη μετά θάνατον ζωή. Τον περιβάλλουν πάνω από πενήντα νωπογραφίες, πανό γύρω στο ένα μέτρο μήκος ή και περισσότερο. Οι πιο πολλές απεικονίζουν σκηνές από μια ξένοιαστη ζωή στη φύση (κυνήγι) και στο σπίτι (γεμάτα κελάρια, δεξιώσεις κλπ). Άλλες εξιστορούν την επαγγελματική καθημερινότητα του διευθυντή, με δεκάδες γραφείς σκυμμένους στους λογαριασμούς τους, ενώ κάποιοι επισκοπούν την κατάσταση στην ύπαιθρο, μετρούν τις αγελάδες, υπολογίζουν τους φόρους που πρέπει να εισπράξουν, ελέγχουν τα νειλόμετρα για τις πλημμύρες και παρακολουθούν την αγροτιά μήπως κρύβει κανέναν κόκκο σιτάρι ή αν κάποιος καταπάτησε τα κτήματα του Ιερού. Μία από τις κεντρικές σκηνές απεικονίζει άντρες που κομίζουν αφιερώματα στον νεκρό, για να του εξασφαλίσουν τα καλύτερα γεύματα. Σε αυτή την τελετουργική πομπή, υπάρχουν μερικοί που βαδίζουν κρατώντας ακόμα και ζωντανούς λαγούς, που τους έχουν αρπάξει από τα αυτιά.
Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα, όσο και γνωστότερα, ζωγραφικά σύνολο στον κόσμο. Νατουραλιστική τέχνη υψηλού επιπέδου, γεμάτη ζωντάνια κι αγάπη για την κάθε λεπτομέρεια. Σε ορισμένες σκηνές η απόδοση ακολουθεί μια κάποια ιερατική παράδοση, αλλά στις περισσότερες η χαρά της ζωής σπαρταράει. Θαρρείς ότι οι χήνες έχουν ζωγραφιστεί με πενάκι. Και η αγριόγατα που άρπαξε στον αέρα μια χήνα είναι ένα παμπόνηρο κι αξιαγάπητο ζωντανό 3.368 χρόνων!
Πού βρίσκονται όλα αυτά τα έργα; Στο Βρετανικό Μουσείο. Εκεί κατέληξαν έντεκα από τα πενήντα τόσα πανό, τα οποία αγοράστηκαν τη δεκαετία του 1820. Έκτοτε έχουν συντηρηθεί δύο φορές, τη δεύτερη, που διήρκεσε δέκα χρόνια, με πολύ περισσότερη προσοχή. Πώς έφτασαν στο Βρετανικό οι τοιχογραφίες από το Λούξορ;
Εδώ αφήνουμε τον αρχαίο Αιγύπτιο και πιάνουμε έναν πολυμήχανο Έλληνα, που πήγε … το 1809 στην Αίγυπτο για να φτιάξει το βιός του από το μηδέν. Τον έλεγαν Γιάννη Αθανασίου. Γεννήθηκε στη Λήμνο το 1798. Πρώτα ξενιτεύτηκε ο πατέρας του στην Αίγυπτο, μόλις αυτονομήθηκε από την οθωμανική εξουσία ο μεταρρυθμιστής Μωχάμεντ Άλι (το 1805 τον αναγνώρισε ο σουλτάνος). Είχαν ανοίξει οι δουλειές και οι Λημνιοί, όπως και τόσοι άλλοι, μετανάστευαν κατά εκατοντάδες. Ο πατέρας κάλεσε τον μικρό Γιάννη, ο οποίος έμεινε στα χρονικά της Αιγυπτιολογίας σαν Yanni ή Giovanni d’Athanasi (Τζοβάνι ντ’ Ατανάση). Το μειράκιον χώθηκε παντού. Πήγαινε και σχολείο, έμαθε αραβικά, τούρκικα, αγγλικά και το 1813, στα δεκαπέντε του, βρήκε μια θεσούλα στο Γενικό Προξενείο της Μεγάλης Βρετανίας στο Κάιρο. Ε! Αυτό ήταν. Έγινε το δεξί χέρι του γενικού προξένου, ανέλαβε δύσκολες δουλειές κι όταν επρόκειτο να φύγει για την Ιταλία ο διπλωμάτης, του πρότεινε να τον ακολουθήσει. Όχι, ο Γιάννης ήθελε να μείνει στην Αίγυπτο. Ο νέος πρόξενος, ο Henry Salt, τον έκανε διερμηνέα της βρετανικής διπλωματικής αποστολής, αλλά τα ενδιαφέροντα τόσο των Βρετανών όσο και των Γάλλων είχαν ήδη επεκταθεί και στον απίστευτο αρχαιολογικό πλούτο που έκρυβε η αιγυπτιακή γη. Ο Salt ανέθεσε στον Γιάννη το δύσκολο κι επικίνδυνο έργο της ανεύρεσης και απόκτησης θησαυρών. Σε αυτό το σημείο, τα πράγματα είναι αρκετά περιπεπλεγμένα. Φαίνεται ότι ο νεαρός δούλευε και για το αφεντικό και για τον εαυτό του, διότι δεν είναι δυνατόν (ούτε και δίκαιο) να θέτεις όλη σου την ύπαρξη σε τόσο δύσκολες αποστολές στην άκρη του κόσμου, έργα που απαιτούν πείρα, γνώση, ένστικτο, διπλωματικότητα, εμπορικό δαιμόνιο και οργανωτική ικανότητα, και να φέρνεις τα πλούτη που απέκτησες για να τα παραδώσεις σε κάποιον που απολαμβάνει το τσάι του στους ήρεμους καϊρινούς ρυθμούς.
Έτσι, όταν το 1821, ο Γιάννης ανακάλυψε τον τάφο του Νεμπαμούν, αποφάσισε ότι αυτό το εκπληκτικό εύρημα θα μείνει για πάντα δικό του, ή τουλάχιστον ότι θα είναι το αντικείμενο της δικής του αποκλειστικής εκμετάλλευσης. Για αυτό και δεν αποκάλυψε ποτέ το σημείο όπου βρέθηκε ο τάφος, όπου φαίνεται ότι έμεινε κρυμμένο το 80% των τοιχογραφιών του 1350 π.Χ. Το πώς μεταφέρθηκαν τα έργα στο Κάιρο, πώς πουλήθηκαν στον Βρετανό γ. πρόξενο και πώς κατέληξαν στο Βρετανικό, τα περιγράφει στο μοναδικό βιβλίο που έγραψε, ένα είδος αυτοβιογραφίας με μεγάλη δόση Αιγυπτιολογίας και εμπορίου αρχαιοτήτων. Ήταν πασίγνωστος στους κύκλους των περιηγητών, των αρχαιόφιλων, των συλλεκτών, των εμπόρων, των αγοραστών για μουσεία. Ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους, όσο και αήθεις, πρωτοπόρους στον τομέα της Αιγυπτιολογίας. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του πουλήθηκε από το διάσημο κατάστημα δημοπρασιών του Sotheby's σε δύο δόσεις: στις 5/3 του 1836 και στις 13 με 20/3 του 1837. Η υπόλοιπη συλλογή πουλήθηκε τον Ιούλιο του 1845. Η Δύση είχε πάθει μανία με τα αιγυπτιακά.
Καβατζάροντας τα πενήντα, ο Γιάννης Αθανασίου ή Giovanni d’Athanasi, αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο Λονδίνο. Εγκαταστάθηκε τον χειμώνα του 1849-50 κι ασχολήθηκε με το εμπόριο πινάκων ζωγραφικής. Θα πρέπει να ήταν ένας άγνωστος τομέας για αυτόν, διότι απέτυχε οικτρά κι έχασε όλη του την περιουσία ποντάροντας σε καλλιτέχνες που δεν συγκίνησαν την αγορά. Του συμπαραστάθηκαν δυο Βρετανοί φίλοι. Πέθανε 56 χρονών στις 19/12 του 1854 σε έναν φτωχικό οίκο ευγηρίας, έχοντας ζήσει μια απίστευτα περιπετειώδη, ενδιαφέρουσα και δύσκολη ζωή.
Ένα υπέροχο έργο αρχαίας αιγυπτιακής τέχνης με οδήγησε μέχρι τον Γιάννη, που γεννήθηκε στη Λήμνο το 1798 και βρέθηκε στο Κάιρο, όπως κι ο προ-προππαπούλης μου από τη μεριά της μητέρας μου, ο Φιλίππου, που έφυγε κυνηγημένος από την Ήπειρο περίπου την ίδια εποχή. Μια εγγονή Φιλίππου, η γιαγιά μου, παντρεύτηκε στο Κάιρο τον Νικόλα Βράιλα, που κι αυτός είχε πάει μετανάστης στην Αίγυπτο, δεκαετίες μετά τους Φιλίππου. Κάποια μέρα θα σας διηγηθώ τα ανέκδοτα ενός θείου μου Αιγυπτιολόγου, Καϊρινού κι αυτού, που τον αγαπούσα ιδιαίτερα γιατί μου έλεγε ιστορίες από την εποχή των Φαραώ. Κι όλο γελούσε, σαν να μιλούσε για αγαπημένους του συγγενείς και παλαιούς συμμαθητές. Μου ξανάρθαν όλα στον νου, απολαμβάνοντας τα έργα από τον τάφο του Νεμπαμούν.
Πεθύμησα την Αίγυπτο. Κυρίως τους ανθρώπους της. Τους χαρακτηρίζει μια αφάνταστη ευγένεια και ότι μεταδίδουν τη χαρά της ζωής, παρά τα χίλια βάσανά τους. Όπως σου χαρίζουν τη χαρά και τα έργα που ζωγραφίστηκαν πριν από 3.368 χρόνια. Με όλα τα πλούτη που του δόθηκαν είναι σίγουρο ότι ο Νεμπαμούν απολαμβάνει και το επέκεινα. Ένα μικρό ποσοστό απολαμβάνουμε κι εμείς για να διανθίζουμε τα εδώ.
Μαριάννα Κορομηλά, 25/2/2018
[Οι φωτ δεν αποδίδουν πάντα όλη τη χρωματική κλίμακα και ευαισθησία των νωπογραφιών, αλλά διάλεξα τις πιο καλές. Μια βόλτα στο Βρετανικό θα είναι πολύ καλύτερη. Για τον Γιάννη Αθανασίου βρήκα καλά τεκμηριωμένες πληροφορίες και στη wikipedia, και μάλιστα, περιέργως, στην ελληνική. Αν θέλετε, διαβάστε περισσότερα στο: Τζοβάνι ντ’ Ατανάση.]
https://www.apan.gr/gr/component/k2/item/1638-o-nebamun-kai-o-giannis#sigProId3f3fc0f90b